Anonymous

ἕκαστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἕκαστος]], -η, -ον)<br />(επιμεριστική αντων.) (σε [[αντίθεση]] με το [[σύνολο]])<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] [[ένας]] [[χωριστά]], [[ένας]] [[ένας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>στον πληθ.</b> <i>έκαστοι</i><br />όλοι και [[ένας]] [[ένας]] [[χωριστά]]<br />β) «καθ' εκάστην» (ενν. [[ημέρα]])<br />καθημερινά<br />γ) «τα καθ' έκαστο» ή «τα καθ' έκαστα» — οι λεπτομέρειες κάποιου γεγονότος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με το <i>εἷς</i> για εμφαντικότερο επιμερισμό («εἷς [[ἕκαστος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) (με την [[πρόθεση]] [[παρά]]) «πάρ' ἕκαστον» — σε [[κάθε]] [[περίπτωση]]<br />β) (με το <i>ως</i>) «ὡς [[ἕκαστος]]» — ο [[κάθε]] [[ένας]] από [[μόνος]] του<br /><b>3.</b> [[αντί]] για το [[εκάτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι [[έκαστος]] <span style="color: red;"><</span> [[εκάς]] τις</i> «[[χωριστά]] ο [[καθένας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εις τις</i> «[[καθένας]]»), με πιθανή αναλογική [[επίδραση]] του υπερθετικού σε -(<i>ι</i>)<i>στος</i>. Όμοια σχηματίστηκε και η γεν. <i>εκάστου</i> <span style="color: red;"><</span> [[εκάς]] τεο</i> (ιων. τ. γενικής της αντων. <i>τις</i>), δοτ. <i>εκάστῳ</i> <span style="color: red;"><</span> [[εκάς]] τῳ</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], ο τ. [[έκαστος]] προήλθε από το [[εκάς]] σε συνδυασμό με το [[επίθημα]] -<i>τος</i> του υπερθετικού και τών τακτικών αριθμητικών].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἕκαστος]], -η, -ον)<br />(επιμεριστική αντων.) (σε [[αντίθεση]] με το [[σύνολο]])<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] [[ένας]] [[χωριστά]], [[ένας]] [[ένας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>στον πληθ.</b> <i>έκαστοι</i><br />όλοι και [[ένας]] [[ένας]] [[χωριστά]]<br />β) «καθ' εκάστην» (ενν. [[ημέρα]])<br />καθημερινά<br />γ) «τα καθ' έκαστο» ή «τα καθ' έκαστα» — οι λεπτομέρειες κάποιου γεγονότος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με το <i>εἷς</i> για εμφαντικότερο επιμερισμό («εἷς [[ἕκαστος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) (με την [[πρόθεση]] [[παρά]]) «πάρ' ἕκαστον» — σε [[κάθε]] [[περίπτωση]]<br />β) (με το <i>ως</i>) «ὡς [[ἕκαστος]]» — ο [[κάθε]] [[ένας]] από [[μόνος]] του<br /><b>3.</b> [[αντί]] για το [[εκάτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι [[έκαστος]] <span style="color: red;"><</span> [[εκάς]] τις</i> «[[χωριστά]] ο [[καθένας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εις τις</i> «[[καθένας]]»), με πιθανή αναλογική [[επίδραση]] του υπερθετικού σε -(<i>ι</i>)<i>στος</i>. Όμοια σχηματίστηκε και η γεν. <i>εκάστου</i> <span style="color: red;"><</span> [[εκάς]] τεο</i> (ιων. τ. γενικής της αντων. <i>τις</i>), δοτ. <i>εκάστῳ</i> <span style="color: red;"><</span> [[εκάς]] τῳ</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], ο τ. [[έκαστος]] προήλθε από το [[εκάς]] σε συνδυασμό με το [[επίθημα]] -<i>τος</i> του υπερθετικού και τών τακτικών αριθμητικών].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕκαστος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[έκαστος]], [[καθείς]], [[καθένας]], Λατ. quisquie, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. [[συχνά]] συνοδεύεται από ένα [[ρήμα]] στον πληθ., [[ἔβαν]] οἴκονδε [[ἕκαστος]], επέστρεψαν όλοι τους, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἕκαστος]] ἐπίστασθε, σε Ξεν.· ο ενικ. επίσης τίθεται παράλληλα με ουσ. πληθ., Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε [[τρόμος]] (αντί <i>Τρώων ἕκαστον</i>), [[φόβος]] κατέλαβε καθένα από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., όλοι κι ο [[κάθε]] [[ένας]] ξεχωριστά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> πιο συγκεκριμένα, εἷς [[ἕκαστος]], Λατ. [[unusquisque]], ο [[καθένας]] [[χωριστά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>καθ' ἕκαστον</i>, ξεχωριστά, ιδιαίτερα, από μόνο του, Λατ. [[singulatim]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὡς ἕκαστοι</i>, [[καθένας]] από [[μόνος]] του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}