3,270,469
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκστᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἐξίστημι]]), οποιαδήποτε [[μετατόπιση]] ή [[μετακίνηση]]· [[γοητεία]], [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], σε Καινή Διαθήκη· [[έκσταση]], στο ίδ. | |lsmtext='''ἔκστᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἐξίστημι]]), οποιαδήποτε [[μετατόπιση]] ή [[μετακίνηση]]· [[γοητεία]], [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], σε Καινή Διαθήκη· [[έκσταση]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκστᾰσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> смещение, перемещение ([[πᾶσα]] [[κίνησις]] ἔ. ἐστι τοῦ κινουμένου Arst.): ἡ ἔ. εἰς τἀντικείμενα Arst. расхождение в разные стороны;<br /><b class="num">2)</b> отход в сторону, подобострастное исчезновение (προσκυνήσεις καὶ ἐκστάσεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> уход, уменьшение, убыль (αἱ κακίαι ἐκστάσεις εἰσίν Arst.; θερμότητος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> исступление: ἡ μανικὴ ἔ. Arst. и ἔ. τῶν λογισμῶν Plut. помешательство; ἡ περὶ τὰ [[ἀφροδίσια]] ἔ. Arst. любовная возбужденность;<br /><b class="num">5)</b> восторг, экстаз (ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ NT). | |||
}} | }} |