Anonymous

ἔκστασις: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκστᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἐξίστημι]]), οποιαδήποτε [[μετατόπιση]] ή [[μετακίνηση]]· [[γοητεία]], [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], σε Καινή Διαθήκη· [[έκσταση]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἔκστᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἐξίστημι]]), οποιαδήποτε [[μετατόπιση]] ή [[μετακίνηση]]· [[γοητεία]], [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], σε Καινή Διαθήκη· [[έκσταση]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκστᾰσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> смещение, перемещение ([[πᾶσα]] [[κίνησις]] ἔ. ἐστι τοῦ κινουμένου Arst.): ἡ ἔ. εἰς τἀντικείμενα Arst. расхождение в разные стороны;<br /><b class="num">2)</b> отход в сторону, подобострастное исчезновение (προσκυνήσεις καὶ ἐκστάσεις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> уход, уменьшение, убыль (αἱ κακίαι ἐκστάσεις εἰσίν Arst.; θερμότητος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> исступление: ἡ μανικὴ ἔ. Arst. и ἔ. τῶν λογισμῶν Plut. помешательство; ἡ περὶ τὰ [[ἀφροδίσια]] ἔ. Arst. любовная возбужденность;<br /><b class="num">5)</b> восторг, экстаз (ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ NT).
}}
}}