εἰδικός: Difference between revisions

2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰδικός]], -ή, -όν) [[είδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο [[είδος]] ή περίπτωσης («[[ειδικός]] όρος»)<br /><b>2.</b> [[ιδιαίτερος]], προορισμένος για περιορισμένη [[χρήση]] («ειδικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. ως ουσ.) <i>ο [[ειδικός]]<br />αυτός που έχει αποκτήσει [[ειδικότητα]] σ' έναν [[κλάδο]] επιστήμης ή τέχνης («[[ειδικός]] στη [[συντήρηση]] αρχαίων μνημείων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, [[συνήθως]] ο [[κόμις]] τών θείων πριονάτων, [[θησαυροφύλακας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εἰδικόν</i><br />η [[αρχή]] και το [[αξίωμα]] του ειδικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορφικός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰδικός]], -ή, -όν) [[είδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο [[είδος]] ή περίπτωσης («[[ειδικός]] όρος»)<br /><b>2.</b> [[ιδιαίτερος]], προορισμένος για περιορισμένη [[χρήση]] («ειδικό [[φάρμακο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. ως ουσ.) <i>ο [[ειδικός]]<br />αυτός που έχει αποκτήσει [[ειδικότητα]] σ' έναν [[κλάδο]] επιστήμης ή τέχνης («[[ειδικός]] στη [[συντήρηση]] αρχαίων μνημείων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] ανώτερων αξιωματούχων στο Βυζάντιο, [[συνήθως]] ο [[κόμις]] τών θείων πριονάτων, [[θησαυροφύλακας]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εἰδικόν</i><br />η [[αρχή]] και το [[αξίωμα]] του ειδικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[μορφικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰδικός:''' лог. видовой Plut., Sext.
}}
}}