ἐκφορέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[ἐκφέρω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[μεταφέρω]], [[κομίζω]] νεκρό για [[ταφή]], σε Ομήρ. Οδ. — γενικά, [[μεταφέρω]] προς έξω, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[φέρνω]] [[κάτι]] έξω μαζί με εμένα, Ευρ. κ.λπ. — Παθ., κινούμαι προς τα [[εμπρός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[βγάζω]] εντελώς έξω, [[εξάγω]], [[εξορύσσω]], δεν [[αφήνω]] [[καθόλου]] υπολείμματα, λέγεται για [[χώμα]] που εξορύσσεται από ένα [[χαντάκι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., ρίχνομαι στη [[στεριά]], ξεβράζομαι στη [[στεριά]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐκφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[ἐκφέρω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[μεταφέρω]], [[κομίζω]] νεκρό για [[ταφή]], σε Ομήρ. Οδ. — γενικά, [[μεταφέρω]] προς έξω, σε Ηρόδ. — Μέσ., [[φέρνω]] [[κάτι]] έξω μαζί με εμένα, Ευρ. κ.λπ. — Παθ., κινούμαι προς τα [[εμπρός]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[βγάζω]] εντελώς έξω, [[εξάγω]], [[εξορύσσω]], δεν [[αφήνω]] [[καθόλου]] υπολείμματα, λέγεται για [[χώμα]] που εξορύσσεται από ένα [[χαντάκι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., ρίχνομαι στη [[στεριά]], ξεβράζομαι στη [[στεριά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφορέω:''' (= [[ἐκφέρω]])<br /><b class="num">1)</b> выносить, уносить (τινα ἐς τὴν ἀγορήν Her.; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc.);<br /><b class="num">2)</b> расхищать, грабить (πόλιν Diod.; τὰ χρήματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med.-pass. устремляться, нестись, мчаться (ταρφειαὶ κόρυθες [[νηῶν]] ἐκφορέοντο Hom.);<br /><b class="num">4)</b> юр. приказывать унести (в качестве залога), т. е. секвестровать Dem.
}}
}}