ἐνδυναστεύω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ασκώ]] [[εξουσία]] πάνω ή [[ανάμεσα]] σε ανθρώπους, με δοτ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατορθώνω]] μέσα από το αξίωμά μου, μέσα από την [[εξουσία]] μου, με τη δύναμή μου, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐνδῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ασκώ]] [[εξουσία]] πάνω ή [[ανάμεσα]] σε ανθρώπους, με δοτ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατορθώνω]] μέσα από το αξίωμά μου, μέσα από την [[εξουσία]] μου, με τη δύναμή μου, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδῠναστεύω:''' <b class="num">1)</b> господствовать, владычествовать, повелевать (τισί Aesch. и [[παρά]] τισι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> достигать своей властью или влиянием ([[ὥστε]] … Xen.).
}}
}}