Anonymous

ἐνδυναστεύω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνδυναστεύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[άρχω]], έχω [[δύναμη]] («ἐκείνους ἐνδυναστεύσας ἐγώ ἥκω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επικρατώ]], [[υπερισχύω]]<br /><b>3.</b> [[πετυχαίνω]], [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με το [[κύρος]] του αξιώματός μου.
|mltxt=[[ἐνδυναστεύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[άρχω]], έχω [[δύναμη]] («ἐκείνους ἐνδυναστεύσας ἐγώ ἥκω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επικρατώ]], [[υπερισχύω]]<br /><b>3.</b> [[πετυχαίνω]], [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με το [[κύρος]] του αξιώματός μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ασκώ]] [[εξουσία]] πάνω ή [[ανάμεσα]] σε ανθρώπους, με δοτ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατορθώνω]] μέσα από το αξίωμά μου, μέσα από την [[εξουσία]] μου, με τη δύναμή μου, σε Ξεν.
}}
}}