ἐνασκέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνασκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ασκώ]], [[εξασκώ]], [[εκπαιδεύω]] ή [[γυμνάζω]] σε [[κάτι]], σε Πλούτ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., εξασκούμαι, γυμνάζομαι σε, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐνασκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ασκώ]], [[εξασκώ]], [[εκπαιδεύω]] ή [[γυμνάζω]] σε [[κάτι]], σε Πλούτ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., εξασκούμαι, γυμνάζομαι σε, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνασκέω:''' <b class="num">1)</b> упражнять: ἐ. αὑτόν Plut. упражняться; pass. упражняться, изучать (πᾶσαν ἀτρεκίην Anth.);<br /><b class="num">2)</b> упражняться (ἐν τοιούτοις καὶ τηλικούτοις πράγμασιν Polyb.; med. γεωμετρίῃ Luc.).
}}
}}