ἐνασκέω
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
A train or practise in a thing, αὑτόν Plu.Alex.17:—Pass. with fut. Med. (Luc.Vit.Auct.3), to be trained, c. dat., Ph.1.448, al., Luc. l. c.: c. acc., ἀτρεκίην AP11.354.10 (Agath.):—Act. intr., like Pass., Plb.1.63.9.
II Pass., τῷ ὕφει ἐνης κῆσθαι to be wrought in it, J.AJ3.7.5.
Spanish (DGE)
1 ejercitar, adiestrar, instruir c. ac. de pers. y dat. τοῖς ἐπὶ θαλάσσῃ πράγμασι ... ἐνασκήσας ... αὑτόν Plu.Alex.17, τοῖς ἱεροῖς τῶν μαθημάτων ... αὐτὸν ἐνασκήσασα Gr.Nyss.V.Macr.383.19, c. ac. de partes del cuerpo y c. dat. τοῖς τύποις τοῖς γραφεῖσιν ἐνασκοῦσι τὴν χεῖρα ejercitan su mano en los signos escritos Gr.Nyss.Paup.1.93.11, en v. pas., c. dat. ἐνασκηθεὶς ἐκείνοις (τοῖς ἀγαθοῖς) Gr.Nyss.Hom.in Eccl.309.23, c. ac. de rel. πᾶσαν ἐνησκήθη ... ἀτρεκίην AP 11.354 (Agath.).
2 c. ac. de cosa trabajar, afanarse en τὴν ... πρώτην καταρχὴν τῆς εὐφημίας ἀπὸ τούτου ἐνασκεῖν Corp.Herm.18.15, en v. pas. οὗτοι (λίθοι) ... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει estas piedras preciosas están trabajadas en el tejido I.AI 3.167.
3 intr. instruirse, ejercitarse ἐν τοιούτοις ... πράγμασιν ἐνασκήσαντες Plb.1.63.9, en v. med.-pas. ἐνασκηθέντες τοῖς φρονήσεως ... δόγμασιν Ph.2.487, cf. 241, γεωμετρίῃ Luc.Vit.Auct.3.
German (Pape)
[Seite 830] darin, daran üben; αὑτόν Plut. Alex. 17; im pass., πᾶσαν ἐνησκήθη πάντοθεν ἀτρεκίην Agath. 70 (XI, 354); intrans., wie im med., sich daran üben, ἐν τοῖς πράγμασι Pol. 1, 63, 9, a. Sp. – Bei Ios. ἐνήσκηνται τῷ ὕφει οἱ λίθοι, sie sind eingewebt.
French (Bailly abrégé)
ἐνασκῶ :
1 tr. exercer, acc.;
2 intr. s'exercer.
Étymologie: ἐν, ἀσκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνασκέω:
1 упражнять: ἐ. αὑτόν Plut. упражняться; pass. упражняться, изучать (πᾶσαν ἀτρεκίην Anth.);
2 упражняться (ἐν τοιούτοις καὶ τηλικούτοις πράγμασιν Polyb.; med. γεωμετρίῃ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνασκέω: ἐξασκῶ ἢ γυμνάζω ἔν τινι πράγματι, αὐτὸν Πλουτ. Ἀλεξ. 17. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ. (Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3)· ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἔν τινι, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 11. 354: ― Ἐνεργ., ἀμετάβ. ὡς τὸ παθ., Πολύβ. 1. 63, 9. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, οὗτοι (οἱ λίθοι)... κατὰ στίχον... ἐνήσκηνται τῷ ὕφει, εἶναι ἐνειργασμένοι ἐν τῷ ὑφάσματι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 5.
Greek Monotonic
ἐνασκέω: μέλ. -ήσω, ασκώ, εξασκώ, εκπαιδεύω ή γυμνάζω σε κάτι, σε Πλούτ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., εξασκούμαι, γυμνάζομαι σε, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to train or practise in athing, Plut.: Pass. with fut. mid., to be so practised, Luc.