ἐξιδιόομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξῐδιόομαι:''' [[σφετερίζομαι]], [[οικειοποιούμαι]], ιδιοποιούμαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐξῐδιόομαι:''' [[σφετερίζομαι]], [[οικειοποιούμαι]], ιδιοποιούμαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξῐδιόομαι:''' присваивать себе, завладевать, захватывать (Ἐλευσῖνα Xen.; τὰς χώρας Isocr.).
}}
}}