ἐξιδιόομαι

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῐδῐόομαι Medium diacritics: ἐξιδιόομαι Low diacritics: εξιδιόομαι Capitals: ΕΞΙΔΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: exidióomai Transliteration B: exidioomai Transliteration C: eksidioomai Beta Code: e)cidio/omai

English (LSJ)

= ἐξιδιάζομαι 1, Isoc. 12.43, X.HG2.4.8.

German (Pape)

[Seite 881] = ἐξιδιάζομαι, Xen. Cyr. 7, 5, 53 Hell. 2, 4, 8; τὰς χώρας Isocr. 12, 16.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
s'approprier, s'assimiler, faire sien.
Étymologie: ἐξ, ἰδιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξῐδιόομαι: присваивать себе, завладевать, захватывать (Ἐλευσῖνα Xen.; τὰς χώρας Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῐδῐόομαι: ἐξιδιάζομαι, Ἰσοκρ. 241D, Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 8, ἴδε Κόντου γλωσσ. Παρατηρ. σ. 467.

Greek Monotonic

ἐξῐδιόομαι: σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

to appropriate, Xen.