ἐπικερδής: Difference between revisions
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἐπικερδής]])<br />αυτός που αποφέρει κέρδη, [[κερδοφόρος]], [[προσοδοφόρος]], [[επωφελής]] («[[επικερδής]] [[εργασία]], [[επιχείρηση]], επικερδές [[επάγγελμα]], [[εμπόριο]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον κερδώο Ερμή) [[προστάτης]] του εμπορίου, του κέρδους («[[ἐπειδὴ]] καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ὲπικερδής», Αίσωπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικερδώς</i><br />με τρόπο επικερδή, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]])]. | |mltxt=-ές (Α [[ἐπικερδής]])<br />αυτός που αποφέρει κέρδη, [[κερδοφόρος]], [[προσοδοφόρος]], [[επωφελής]] («[[επικερδής]] [[εργασία]], [[επιχείρηση]], επικερδές [[επάγγελμα]], [[εμπόριο]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον κερδώο Ερμή) [[προστάτης]] του εμπορίου, του κέρδους («[[ἐπειδὴ]] καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ὲπικερδής», Αίσωπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικερδώς</i><br />με τρόπο επικερδή, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικερδής:''' прибыльный, выгодный ([[ναυτιλία]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A profitable, advantageous, TAM2(1).245 (Lycia), Aesop.137, Vett.Val.189.30, al., Heph.Astr.2.30, App.BC1.57.
German (Pape)
[Seite 948] ές, Gewinn bringend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
lucratif.
Étymologie: ἐπί, κέρδος.
Greek Monolingual
-ές (Α ἐπικερδής)
αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής («επικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.)
αρχ.
(για τον κερδώο Ερμή) προστάτης του εμπορίου, του κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ὲπικερδής», Αίσωπ.).
επίρρ...
επικερδώς
με τρόπο επικερδή, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κερδής (< κέρδος)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπικερδής: прибыльный, выгодный (ναυτιλία Luc.).