Anonymous

ἐπικερδής: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />lucratif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κέρδος]].
|btext=ής, ές :<br />lucratif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κέρδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐπικερδής]])<br />αυτός που αποφέρει κέρδη, [[κερδοφόρος]], [[προσοδοφόρος]], [[επωφελής]] («[[επικερδής]] [[εργασία]], [[επιχείρηση]], επικερδές [[επάγγελμα]], [[εμπόριο]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον κερδώο Ερμή) [[προστάτης]] του εμπορίου, του κέρδους («[[ἐπειδὴ]] καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ὲπικερδής», Αίσωπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επικερδώς</i><br />με τρόπο επικερδή, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]])].
}}
}}