ἐπεγερτικός: Difference between revisions

2
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεγερτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εγερτικός]]<br /><b>1.</b> αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («[[μέλος]]... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπεγερτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εγερτικός]]<br /><b>1.</b> αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («[[μέλος]]... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεγερτικός:''' <b class="num">1)</b> пробуждающий от сна ([[ἀρχή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> способный возбуждать, возбуждающий (ὁρμῆς Plut.).
}}
}}