3,270,629
edits
(13) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεγερτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εγερτικός]]<br /><b>1.</b> αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («[[μέλος]]... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπεγερτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εγερτικός]]<br /><b>1.</b> αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («[[μέλος]]... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεγερτικός:''' <b class="num">1)</b> пробуждающий от сна ([[ἀρχή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> способный возбуждать, возбуждающий (ὁρμῆς Plut.). | |||
}} | }} |