Anonymous

ἐπεγερτικός: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à réveiller, à exciter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεγείρω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à réveiller, à exciter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεγείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπεγερτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εγερτικός]]<br /><b>1.</b> αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («[[μέλος]]... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}