3,274,216
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιδᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δανείζω]] χρήματα για ήδη υποθηκευμένη [[ιδιοκτησία]], σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου καθεστώτος [[ιδιοκτησία]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἐπιδᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δανείζω]] χρήματα για ήδη υποθηκευμένη [[ιδιοκτησία]], σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου καθεστώτος [[ιδιοκτησία]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιδᾰνείζω:''' <b class="num">1)</b> давать ссуду под уже заложенное имущество (ἐ. χρήματα παρὰ τὴν συγγραφήν Dem.);<br /><b class="num">2)</b> давать взаймы (ἐπὶ κτήμασιν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> med. получать ссуду под залог уже заложенного имущества (ἐ. τετρακισχιλίας δραχμὰς [[παρά]] τινος Dem.): παρὰ τῆς τύχης χρόνον ἐ. εἴς τι погов. Plut. расточать время на что-л. | |||
}} | }} |