Anonymous

ἐπιδανείζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δανείζω]] χρήματα για ήδη υποθηκευμένη [[ιδιοκτησία]], σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου καθεστώτος [[ιδιοκτησία]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιδᾰνείζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δανείζω]] χρήματα για ήδη υποθηκευμένη [[ιδιοκτησία]], σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου καθεστώτος [[ιδιοκτησία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδᾰνείζω:''' <b class="num">1)</b> давать ссуду под уже заложенное имущество (ἐ. χρήματα παρὰ τὴν συγγραφήν Dem.);<br /><b class="num">2)</b> давать взаймы (ἐπὶ κτήμασιν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> med. получать ссуду под залог уже заложенного имущества (ἐ. τετρακισχιλίας δραχμὰς [[παρά]] τινος Dem.): παρὰ τῆς τύχης χρόνον ἐ. εἴς τι погов. Plut. расточать время на что-л.
}}
}}