3,253,652
edits
(14) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιχειρηματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διεύθυνση]] και [[διαχείριση]] επιχειρήσεων («ο [[επιχειρηματικός]] [[κόσμος]] της χώρας», «επιχειρηματική [[δραστηριότητα]], [[κίνηση]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διευθύνει [[επιχείρηση]] («επιχειρηματική [[ικανότητα]], επιχειρηματικό [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «επιχειρηματικές ενώσεις» — οικονομικοί συνασπισμοί ή συνεταιρισμοί επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει λογικά επιχειρήματα, [[διαλεκτικός]] («[[ἐπιχειρηματικός]] [[λόγος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχείρημα]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] μπορεί να θεωρηθεί και παράγωγο του [[επιχειρηματίας]]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιχειρηματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διεύθυνση]] και [[διαχείριση]] επιχειρήσεων («ο [[επιχειρηματικός]] [[κόσμος]] της χώρας», «επιχειρηματική [[δραστηριότητα]], [[κίνηση]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διευθύνει [[επιχείρηση]] («επιχειρηματική [[ικανότητα]], επιχειρηματικό [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «επιχειρηματικές ενώσεις» — οικονομικοί συνασπισμοί ή συνεταιρισμοί επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει λογικά επιχειρήματα, [[διαλεκτικός]] («[[ἐπιχειρηματικός]] [[λόγος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχείρημα]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] μπορεί να θεωρηθεί και παράγωγο του [[επιχειρηματίας]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιχειρημᾰτικός:''' касающийся умозаключения, доказательственный (λόγοι Arst.). | |||
}} | }} |