Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιχειρηματικός

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχειρηματικός Medium diacritics: ἐπιχειρηματικός Low diacritics: επιχειρηματικός Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epicheirēmatikós Transliteration B: epicheirēmatikos Transliteration C: epicheirimatikos Beta Code: e)pixeirhmatiko/s

English (LSJ)

ἐπιχειρηματική, ἐπιχειρηματικόν, tentative, λόγοι Arist.Mem.451a19. Adv. ἐπιχειρηματικῶς Aristid.Rh.2p.540S., Syrian. in Metaph.32.3.

German (Pape)

[Seite 1003] ή, όν, zur Schlußfolge gehörig, λόγοι, Arist. memor. 2 u. Sp.; geschickt in künstlichen Schlüssen, Rhett. – Auch adv., Aristid.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχειρημᾰτικός: касающийся умозаключения, доказательственный (λόγοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειρηματικός: -ή, -όν, (ἐπιχείρημα ΙΙ), περιέχων ἐπιχειρήματα, διαλεκτικός, λόγοι Ἀριστ. π. Μνήμ. 2, 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστείδ. τ. 2. σ. 515, Εὐσ. Πονημάτ. σ. 203, 13.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιχειρηματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση και διαχείριση επιχειρήσεων («ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας», «επιχειρηματική δραστηριότητα, κίνηση» κ.λπ.)
2. ο ικανός να διευθύνει επιχείρηση («επιχειρηματική ικανότητα, επιχειρηματικό μυαλό»)
3. φρ. «επιχειρηματικές ενώσεις» — οικονομικοί συνασπισμοί ή συνεταιρισμοί επιχειρήσεων
αρχ.
αυτός που περιέχει λογικά επιχειρήματα, διαλεκτικόςἐπιχειρηματικός λόγος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχείρημα. Με τη νεοελλ. σημασία μπορεί να θεωρηθεί και παράγωγο του επιχειρηματίας].