ἐρώτημα: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρώτημα:''' -ατος, τό ([[ἐρωτάω]]), αυτό που [[κάποιος]] ρωτάει, [[αντικείμενο]] ερώτησης, σε Θουκ.· <i>τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος</i>, οι ερωτήσεις για το [[σύνθημα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐρώτημα:''' -ατος, τό ([[ἐρωτάω]]), αυτό που [[κάποιος]] ρωτάει, [[αντικείμενο]] ερώτησης, σε Θουκ.· <i>τὰ ἐρ. τοῦ ξυνθήματος</i>, οι ερωτήσεις για το [[σύνθημα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρώτημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> вопрос (περί τινος Plat. и εἴ … Thuc.): τοῖς ἐρωτήμασι τοῦ ξυνθήματος πυκνοῖς [[χρῆσθαι]] Thuc. то и дело спрашивать о пароле; ἐ. ἐρωτᾶν Plat. задавать вопрос;<br /><b class="num">2)</b> запрос (ἐ. τι προσπέμπειν τινί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> лог. (наводящий) вопрос (δι᾽ ἐρωτημάτων συλλογίζεσθαι Arst.).
}}
}}