ἐτήτυμος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐτήτῠμος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> εκτεταμ. ποιητ. αντί [[ἔτυμος]], [[αληθινός]], [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], σε Όμηρ.· <i>τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον</i>, πες μου αυτό αληθινά, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰ λέγεις ἐτήτυμα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αληθινός]], [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], [[πραγματικός]], Λατ. [[sincerus]], κείνῳ δ' [[οὐκέτι]] [[νόστος]] ἐτ., για εκείνον δεν απομένει καμία αληθινή, πραγματική [[επιστροφή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐτ. Διὸς [[κόρα]]</i>, σε Αισχύλ.· [[παῖς]] [[χρυσός]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., σε ουδ. <i>ἐτήτυμον</i>, αληθώς, πραγματικά, [[πράγματι]], όντως, σε Όμηρ.· ομαλ. επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἐτήτῠμος:''' -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> εκτεταμ. ποιητ. αντί [[ἔτυμος]], [[αληθινός]], [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], σε Όμηρ.· <i>τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον</i>, πες μου αυτό αληθινά, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰ λέγεις ἐτήτυμα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αληθινός]], [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]], [[πραγματικός]], Λατ. [[sincerus]], κείνῳ δ' [[οὐκέτι]] [[νόστος]] ἐτ., για εκείνον δεν απομένει καμία αληθινή, πραγματική [[επιστροφή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐτ. Διὸς [[κόρα]]</i>, σε Αισχύλ.· [[παῖς]] [[χρυσός]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., σε ουδ. <i>ἐτήτυμον</i>, αληθώς, πραγματικά, [[πράγματι]], όντως, σε Όμηρ.· ομαλ. επίρρ. <i>-μως</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐτήτῠμος:''' [[ἔτυμος]] с удвоением]<br /><b class="num">1)</b> истинный, верный ([[μῦθος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> правдивый, говорящий правду ([[ἄγγελος]] Hom.; [[στόμα]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> подлинный, настоящий, действительный ([[νόστος]] Hom.; [[κλέος]] Pind.; [[χρυσός]] Theocr.).
}}
}}