εὔπεπλος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπεπλος:''' -ον, αυτός που είναι όμορφα ντυμένος, [[καλοντυμένος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''εὔπεπλος:''' -ον, αυτός που είναι όμορφα ντυμένος, [[καλοντυμένος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπεπλος:''' красиво одетый, нарядный ([[ἀμφίπολος]], [[εἰνάτερες]] Hom.; [[Δαμάτηρ]] Theocr.).
}}
}}