Anonymous

εὔπεπλος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔπεπλος]], -ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για γυναίκες)<br /><b>1.</b> αυτή που έχει [[ωραίο]] πέπλο<br /><b>2.</b> (κατ' [[επέκταση]])<br />ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔπεπλον</i><br />το δαφνοειδές, [[μικρός]] [[θάμνος]] με εύοσμα [[άνθη]] που χρησιμοποιούνται στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]].
|mltxt=[[εὔπεπλος]], -ον και επικ. τ. ἐΰπεπλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για γυναίκες)<br /><b>1.</b> αυτή που έχει [[ωραίο]] πέπλο<br /><b>2.</b> (κατ' [[επέκταση]])<br />ο ωραία ντυμένος, αυτός που έχει ωραία [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔπεπλον</i><br />το δαφνοειδές, [[μικρός]] [[θάμνος]] με εύοσμα [[άνθη]] που χρησιμοποιούνται στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπεπλος:''' -ον, αυτός που είναι όμορφα ντυμένος, [[καλοντυμένος]], σε Όμηρ.
}}
}}