εὐοδέω: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐοδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὔοδος]]), έχω ελεύθερο [[πέρασμα]] ή δίοδο, λέγεται για τρεχούμενο [[νερό]], σε Δημ.
|lsmtext='''εὐοδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὔοδος]]), έχω ελεύθερο [[πέρασμα]] ή δίοδο, λέγεται για τρεχούμενο [[νερό]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐοδέω:''' <b class="num">1)</b> иметь хороший путь, находить свободный выход Dem., Arst.; impers. pass. εὐοδεῖται Arst. имеется свободный проход.
}}
}}