εὐοδέω

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐοδέω Medium diacritics: εὐοδέω Low diacritics: ευοδέω Capitals: ΕΥΟΔΕΩ
Transliteration A: euodéō Transliteration B: euodeō Transliteration C: evodeo Beta Code: eu)ode/w

English (LSJ)

A have a free course or passage, of running water, D.55.10; of bodily secretions, Arist.GA725a35, etc.; of trees, have root-room, Thphr. HP 1.6.4:—impers. in Pass., εὐοδεῖται there is a free passage, Arist.GA739a35.
2 metaph., fare well, prosper, εὐοδῶν πορεύομαι Theopomp.Com.74, cf. Ph.1.430, Procl.Hyp.4.31; κατὰ τὸν βίον Herm. in Phdr.p.155 A.; τέχναι, ψυχή εὐ., Ph.1.687, 240; εὐώδει σοι τὰ πράγματα ib.145; ἀπόδειξις -οῦσα πρὸς τὰ συμπεράσματα Dam.Pr. 376; [ἡ ἀρετὴ]… προϊοῦσα εὐοδεῖ M.Ant.6.17; εὐόδει, on a gravestone, IG12(7).449.

German (Pape)

[Seite 1084] guten Weg, guten Fortgang haben; vom Wasser, ᾑ μὲν ἂν εὐοδῇ, φέρεται κάτω κατὰ τὴν ὁδόν Dem. 55, 10; ῥεῖ ὅπου ἂν εὐοδήσῃ τοῦ σώματος, wo es im Körper einen Gang, Ausgang findet, Arist. gen. anim. 1, 18; Sp. – Pass., εὐοδεῖ. ται τῷ σπέρματι Arist. gen. anim. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

εὐοδῶ :
avoir un chemin facile, s'ouvrir facilement un passage.
Étymologie: εὔοδος.

Russian (Dvoretsky)

εὐοδέω:
1 иметь хороший путь, находить свободный выход Dem., Arst.; impers. pass. εὐοδεῖται Arst. имеется свободный проход.

Greek (Liddell-Scott)

εὐοδέω: ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα δίοδος, ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.· 10· ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17· χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907· 9. 3706.

Greek Monotonic

εὐοδέω: μέλ. -ήσω (εὔοδος), έχω ελεύθερο πέρασμα ή δίοδο, λέγεται για τρεχούμενο νερό, σε Δημ.

Middle Liddell

εὐοδέω, fut. -ήσω εὔοδος
to have a free course or passage, of running water, Dem.

Mantoulidis Etymological

καί εὐοδόω -ῶ (=πηγαίνω καλά, κάνω τήν πορεία κάποιου καλή). Παρασύνθετο ἀπό τό εὔοδος (=εὐδιάβατος), (εὖ + ὁδός τοῦ εἶμι).
Παράγωγα: εὐοδία (=καλό ταξίδι), (νεοελλ. κατευόδωση = ἐπιτυχία).