ἡμέριος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμέριος:''' Δωρ. ἁμ-, -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διαρκεί μόνο για [[μία]] [[ημέρα]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἡμέριος:''' Δωρ. ἁμ-, -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διαρκεί μόνο για [[μία]] [[ημέρα]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμέριος:''' дор. [[ἁμέριος]] 3 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> однодневный, живущий не долее дня, т. е. недолговечный (ἄνθρωποι Soph.; [[γέννα]], [[αἷμα]] Eur.): οἱ ἡμέριοι Anth. смертные, человеческий род;<br /><b class="num">2)</b> совершающийся днем, дневной ([[πλοῦς]] Xen. - v. l. [[ἡμερινός]]).
}}
}}