Anonymous

ἡμέριος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμέριος]], -ον (AM, Α δωρ. τ. [[ἁμέριος]], -ον) [[ημέρα]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡμέριον</i><br />καθημερινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί μία [[ημέρα]] («ἁμερίω γέννᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ημερήσιος]], [[καθημερινός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἡμέριοι</i><br />οι θνητοί.
|mltxt=[[ἡμέριος]], -ον (AM, Α δωρ. τ. [[ἁμέριος]], -ον) [[ημέρα]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡμέριον</i><br />καθημερινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί μία [[ημέρα]] («ἁμερίω γέννᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ημερήσιος]], [[καθημερινός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἡμέριοι</i><br />οι θνητοί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμέριος:''' Δωρ. ἁμ-, -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διαρκεί μόνο για [[μία]] [[ημέρα]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}