3,270,825
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θυρσοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π. | |lsmtext='''θυρσοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θυρσοφόρος:''' несущий тирс, тирсоносный (Βάκχαι Eur.; [[Διόνυσος]] Anth.). | |||
}} | }} |