Anonymous

θυρσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυρσοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.
|lsmtext='''θυρσοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσοφόρος:''' несущий тирс, тирсоносный (Βάκχαι Eur.; [[Διόνυσος]] Anth.).
}}
}}