3,274,921
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπίμπρημι:''' μέλ. -[[πρήσω]], κάνω στάχτες, σε Ανθ. | |lsmtext='''καταπίμπρημι:''' μέλ. -[[πρήσω]], κάνω στάχτες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπίμπρημι:''' (fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять (τὴν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὶ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὁ καταπρήσας τοὺς ἐπὶ γῆς [[Φαέθων]] Anth.): καταπρησθέντες τὸ [[σῶμα]] Luc. сожженные живьем. | |||
}} | }} |