Anonymous

καταπίμπρημι: Difference between revisions

From LSJ
nl
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταπίμπρημι:''' (fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять (τὴν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὶ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὁ καταπρήσας τοὺς ἐπὶ γῆς [[Φαέθων]] Anth.): καταπρησθέντες τὸ [[σῶμα]] Luc. сожженные живьем.
|elrutext='''καταπίμπρημι:''' (fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять (τὴν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὶ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὁ καταπρήσας τοὺς ἐπὶ γῆς [[Φαέθων]] Anth.): καταπρησθέντες τὸ [[σῶμα]] Luc. сожженные живьем.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πίμπρημι met acc. volledig verbranden.
}}
}}