Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταράκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
(19)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταράκτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταρράκτης]].
|mltxt=[[καταράκτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταρράκτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταράκτης:''' = [[καταρράκτης]] I.
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰράκτης: κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε καταρράκτης, καταρρακτικός, καταρρακτικῶς.

Greek Monolingual

καταράκτης, ὁ (Α)
βλ. καταρράκτης.

Russian (Dvoretsky)

καταράκτης: = καταρράκτης I.