καταράκτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
(19) |
(2b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταράκτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταρράκτης]]. | |mltxt=[[καταράκτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταρράκτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταράκτης:''' = [[καταρράκτης]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰράκτης: κατᾰρακτικός, κατᾰρακτικῶς, ἴδε καταρράκτης, καταρρακτικός, καταρρακτικῶς.
Greek Monolingual
καταράκτης, ὁ (Α)
βλ. καταρράκτης.
Russian (Dvoretsky)
καταράκτης: = καταρράκτης I.