κέντασε: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(5)
 
(2b)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέντᾱσε:''' Δωρ. και ποιητ. γʹ ενικ. αορ. του [[κεντέω]].
|lsmtext='''κέντᾱσε:''' Δωρ. και ποιητ. γʹ ενικ. αορ. του [[κεντέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κέντᾱσε:''' дор. 3 л. sing. aor. к [[κεντέω]].
}}
}}

Revision as of 22:54, 31 December 2018

Greek Monotonic

κέντᾱσε: Δωρ. και ποιητ. γʹ ενικ. αορ. του κεντέω.

Russian (Dvoretsky)

κέντᾱσε: дор. 3 л. sing. aor. к κεντέω.