κεντέω

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντέω Medium diacritics: κεντέω Low diacritics: κεντέω Capitals: ΚΕΝΤΕΩ
Transliteration A: kentéō Transliteration B: kenteō Transliteration C: kenteo Beta Code: kente/w

English (LSJ)

Pi.P.1.28, etc.: fut. κεντήσω S.Aj.1245: aor.
A ἐκέντησα Hp. Epid.5.45, Dor. κέντᾱσα Theoc.19.1; Ep.inf. κένσαι (as if from *κέντω) Il.23.337:—Pass., fut. κεντηθήσομαι (συγ-) Hdt.6.29: aor. ἐκεντήθην Arist.Spir.483b16, Thphr. HP 9.15.3: pf. κεκέντημαι Hp.Anat. 1:—prick, goad, spur on, Il.l.c., Ar.Nu.1300, etc.: prov., κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, goad the foal at the turning post, of impetuous haste, Suid.
2 of bees and wasps, sting, Ar.V.226, al.; Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέλισσα Theoc.l.c.; τὠφθαλμὼ κεντούμενος ὥσπερ ὑπ' ἀνθρηνῶν Ar.Nu.947; of the porcupine, Ael.NA12.26: then,
3 generally, prick, stab, Pi.l.c., Theoc.15.130, etc.; μηδ' ὀλωλότα κέντει S.Ant.1030; τὴν γλῶσσαν καὶ τὴν ψυχὴν αὐτῶν κέντησον Tab.Defix.97.26; ἐκέντει… <αἰθέρ'>, ὡς σφάζων ἐμέ E.Ba.631 (troch.), etc.; κ. τὸν ἀέρα Theo Sm.p.61 H., cf. p.72 H.; τύπτειν οὐδὲ κ. Pl.Grg. 456d:—Pass., κεντηθείσης τῆς φλεβός Thphr. l.c.; παιομένους καὶ κεντουμένους Th.4.47; μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος X.HG3.3.11, cf. An.3.1.29: metaph., σὺν δόλῳ κεντέω = stab in the dark, S.Aj.1245; λιμῷ κεντούμενος Alciphr.3.4.
4 = βινέω, Mnesim.4.55.

German (Pape)

[Seite 1418] (κεντ, wovon κένσαι, Il. 23, 337), stechen, stacheln, die Pferde zum Lauf, Il. a. a. O.; von der Biene, Theocr. 19, 1; vgl. Ar. Nub. 946; auch = martern, quälen, Pind. P. 1, 28; ἀλλ' εἶκε τῷ θανόντι, μηδ' ὀλωλότα κέντει Soph. Ant. 1017; ἢ κακοῖς βαλεῖτέ που ἢ σὺν δόλῳ κεντήσετε Ai. 1224; Eur. Bacch. 631; τὰς κόρας, ausstechen, Hec. 1171; Thuc. 4, 47 vrbdt δεδεμένους καὶ παιομένους καὶ κεντουμένους u. Plat. τύπτειν καὶ κεντεῖν Gorg. 456 d; παιόμενοι, κεντούμενοι, ὑβριζόμενοι Xen. An. 3, 1, 29; μαστιγούμενοι καὶ κεντούμενοι Hell. 3, 3, 11; in obscönem Sinne, λορδοῖ, κεντεῖ, βινεῖ Ath. IX, 403 d aus Mnesimach. Auch übertr., λιμῷ κεντούμενος, vom Hunger gestachelt, gequält, Alciphr. 3, 4. Vgl. κεντρόω.

French (Bailly abrégé)

κεντῶ :
f. κεντήσω, ao. ἐκέντησα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκεντήθην, pf. κεκέντημαι;
1 stimuler de l'aiguillon, aiguillonner : ἵππον IL un cheval (attelé à un char);
2 percer de l'aiguillon;
3 piquer, blesser en gén.
Étymologie: R. Κεντ piquer, cf. κέντρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεντέω, Dor. aor. 3 sing. κέντασε; ep. inf. κένσαι prikken, aandrijven, m. n. paarden:; τὸν δεξιὸν ἵππον κένσαι het rechter paard aansporen Il. 23.337; kom.:; ἐπιαλῶ κεντῶν ὑπὸ τὸν πρωκτόν σε ik zal je wegdrijven met de prikkel in je reet Aristoph. Nub. 1300; steken (van insecten). uitbr. prikken in, steken, verwonden:; στρωμνὰ δὲ... νῶτον... κεντεῖ een martelbed prikt in zijn rug Pind. P. 1.28; overdr.: σὺν δόλῳ κεντήσεθ’ οἱ λελειμμένοι jullie, de verliezers, zullen (ons) op geniepige wijze een dolkstoot in de rug geven Soph. Ai. 1245.

Russian (Dvoretsky)

κεντέω: (дор. 3 л. sing. aor. κέντᾱσε, эп. inf. aor. κένσαι)
1 колоть, жалить (κώνωπες γλώττῃ κεντοῦσιν Arst.): τὸ πρόσωπον κεντούμενος Arph. ужаленный в лицо;
2 колоть стрекалом, погонять (τὸν ἵππον Hom.);
3 колоть, ранить, поражать (τὰς κόρας Eur.; τινα Plat.; τὰ ὄμματα Plut.; μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος Xen.): μηδ᾽ ὀλωλότα κέντει погов. Soph. не бей павшего.

English (Autenrieth)

aor. inf. κένσαι: goaded on; ἵππον, Il. 23.337†.

English (Slater)

κεντέω goad στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ (P. 1.28)

Spanish

pinchar, clavar

Greek Monotonic

κεντέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐκέντησα, Επικ. απαρ. κένσαι (όπως αν προερχόταν από το κέντω
1. τρυπώ, κεντώ, τσιμπώ, κεντρίζω με βούκεντρο, σπιρουνιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
2. λέγεται για σφήκες και μέλισσες, τσιμπώ, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
3. γενικά, σουβλίζω, σφάζω, τσιμπώ, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.· βασανίζω, σε Ξεν.· μεταφ., σὺν δόλῳ κ., μαχαιρώνω στο σκοτάδι, σε Σοφ.

Greek Monolingual

-άω (ΑΜ κεντῶ, κεντέω)
1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα»)
2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.)
νεοελλ.
1. μτφ. προξενώ οδυνηρούς νυγμούς, σουβλιές («έχει μέρες να μέ κεντήσει το στομάχι μου»)
2. μτφ. α) διεγείρω, παρακινώ, σκουντώκεντώ την περιέργεια»)
β) ενοχλώ, στενοχωρώ, πειράζω, ερεθίζω («μην τόν κεντάς, γιατί θυμώνει»)
3. παροιμ. «κεντά και δε σβουρίζει» — γι' αυτούς που ενεργούν ύπουλα
νεοελλ.-μσν.
1. φτιάχνω κέντημα, κάνω στολίδια με κλωστή πάνω σε ύφασμα («κεντάει την προίκα της»)
2. καίω
3. πυροδοτώ
4. ανάβω
5. είμαι ζεστός, πυρακτωμένος
6. καίγομαι
7. μτφ. α) φλέγομαι
β) βασανίζω
8. λάμπω, φωτίζω
9. μέσ. κεντούμαι, -έομαι
εξάπτομαι
μσν.
(για ασθένεια κολλητική) προσβάλλω
αρχ.
1. πληγώνω, τυραννώ, βασανίζω, μαχαιρώνω
2. παροιμ. «κεντῶ τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν» — για μεγάλη βιασύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kent- «κεντρίζω» και συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hantag «μυτερός, οξύς» (< πρωτογερμ. handa, που αντιστοιχεί στο κοντός «κοντάρι») και το λεττον. sits «κοντάρι κυνηγιού». Οι κελτικές λ. (ιρλδ. cinteir «σπιρούνι», βρεταν. kentr «σπιρούνι», ουαλ. cethr «καρφί») πρέπει να προέρχονται από το λατ. centrum. Ο ενεστ. κεντῶ προέκυψε υποχωρητικά από τον αρχ. αόρ. κένσαι < κέντ-σαι. Στη συνέχεια από τον ενεστ. σχηματίστηκε νέος αόρ. ἐκέντη-σα και μέλλ. κεντή-σω. Τα παρ. εμφανίζουν τα θ. κεντ-, κεντή- και κεσ- (< κεντ- προ οδοντικού). Τέλος, η ετεροιωμένη βαθμίδα κοντ- της ρίζας εμφανίζεται στο παρ. κοντός «κοντάρι».
ΠΑΡ. κέντημα, κέντηση (ις), κεντητήριο, κεντητής, κεντητικός, κεντητός, κέντρο(ν), κοντός
αρχ.
κεστός, κέστρα, κέστρον, κέστρος
μσν.
κεντέα
νεοελλ.
κεντησιά, κεντή(σ)τρα, κεντιά, κεντίδι.
ΣΥΝΘ. παρακεντώ
αρχ.
αποκεντώ, διακεντώ, εγκεντώ, εκκεντώ, κατακεντώ, περικεντώ, προδιακεντώ, προκεντώ, συγκεντώ, συνεκκεντώ, υποκεντώ
νεοελλ.
ξανακεντώ, χρυσοκεντώ, ψιλοκεντώ].

Greek (Liddell-Scott)

κεντέω: Πίνδ., Ἀττ.· μέλλ. -ήσω Σοφ. Αἴ. 1245· ἀόρ. ἐκέντησα Ἱππ. 1153D, Δωρ. κέντᾱσε Θεόκρ.· Ἐπ. ἀπαρ. κένσαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κέντω) Ἰλ. Ψ. 337·- Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι, (συγ-) Ἡρόδ.· ἀόρ. ἐκεντήθην Θεόφρ.· πρκμ. κεκέντημαι Ἱππ. Κεντῶ, ἀναγκάζω νὰ προχωρήσῃ, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1300· παροιμ., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, ἐπὶ ὁρμητικῆς σπουδῆς, Σουΐδ.· ἴδε κέντρον. 2) ἐπὶ μελισσῶν καὶ σφηκῶν, «κεντρίζω», Ἀριστοφ. Σφ. 226, κ. ἀλλ.· Ἔρωτα κακὰ κέντᾱσε μέλισσα Θεόκρ. 19. 1· τὠφθαλμὼ κεντούμενος ὥσπερ ὑπ’ ἀνθρηνῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 946· ἐπὶ τοῦ ἀκανθοχοίρου, Αἰλ. π. Ζ. 12. 26·- ἀκολούθως, 3) καθόλου κεντῶ, πληγώνω, «μαχαιρώνω», Πινδ. Π. 1. 55, κτλ· μηδ’ ὀλωλότα κέντει Σοφ. Ἀντ. 1030· ἐκέντει… αἰθέρ’, ὡς σφάζων ἐμὲ Εὐρ. Βἀκχ. 631, κτλ· παίειν καὶ κ., τύπτειν καὶ κ. Θουκ. 4. 47, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 456D· καίειν καὶ κ., ἐπὶ βασάνου, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 29· μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 3. 3, 11· μεταφ., σὺν δόλῳ κ., «μαχαιρώνω» ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Αἴ. 1245· λιμῷ κεντούμενος Ἀλκίφρων 3. 4. 4) = βινέω, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 55.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: sting (Pi.).
Other forms: aor. κένσαι (Ψ 337), κεντῆσαι (Hp., κέντασα Theoc. 19, 1), pass. κεντηθῆναι (Arist.) with κεντηθήσομαι (Hdt.), κεντήσω (S.), κεκέντημαι (Hp.),
Compounds: also with prefix, e. g. κατα-, παρα-, ἀπο-, δια-,
Derivatives: 1. κένσαι for *κέντ-σαι (Schwyzer 287) points to κεντ- (present or aorist?; s. below) of which the dental before dental gave κεσ-. Thus κεσ-τός (< *κεντ-τός) stitched (ep.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17); κέσ-τρον pointed iron (Plin.) with κεστρωτός and κέστρωσις (H.; *κεστρόω), κέσ-τρος kind of arrow etc. (Plb., D. H., H.) with dimin. κεστρίον (Attica) and κέστρειον stock of arrows (?) (Delos IIIa); κέσ-τρα f. sharp hammer, arrow (S., Ph. Bel., Hero), also a fishname = σφύραινα (Ar.; after te form of the body, Strömberg Fischnamen 35); here κεστρεύς mullet (IA.; Bosshardt Die Nom. auf -ευς 51) and κεστρῖνος, -ινίσκος id. (Com.). - 2. Through reshaping after κεντ-έω (not with ρο-suffix as Fraenkel KZ 42, 118 n. 1) rose κέντρον sting, as geometrical term. techn. resting bone of a compass, center of a cirkel (Il.), with many compounds and derivv., e. g. κεντρ-ηνεκής driven by the sting (Il.; cf. with diff. function δουρ-, ποδ-ηνεκής); subst. κέντρων s. v.; adj. like κεντρικός, κεντρώδης, κεντρήεις; fish- and plant names as κεντρίνης, κεντρίσκος, κεντρίτης (Strömberg Fischnamen 47, Redard Les noms grecs en -της 83, 111); denomin. verbs κεντρόω with a sting, sting (IA), κεντρίζω sting (X.); from κέντρον as backformation κέντωρ m. goader, driver (Il., AP; Fraenkel Glotta 2, 32). - 3. From κεντέω (κεντῆ-σαι, -σω): κέντημα the sting, the mosaic (Arist., inscr. Smyrna [Rom. Emp.]), κεντητής mosaic-worker (Edict. Diocl.), κεντητήριον picker (Luc.), κεντητικός stingy (Thphr.), κεντητός stitched, with mosaic (Epikt., pap.). - 4. With old ablaut κοντός m. "the stinger", pole, crutch, staf to drive on cattle (ι 487; LW [loanword] Lat. contus with percontor) with κοντά-κιον, -άριον, -ίλος, -ωτός a. o.; here κοντός short (Adam.) from κοντο-μάχος, -βόλος, -βολέω, where κοντός was taken as short; thus in κοντο-πορεία (Plb.), s. Hatzidakis Festschrift Kretschmer 35ff.
Origin: IE [Indo-European] [567] *ḱent- sting
Etymology: To the sigmatic aorist κένσαι < *κέντ-σαι was after unknown example a present κεντ-έω created (cf. Schwyzer 706), to which came κεντῆ-σαι, κεντή-σω etc. - Other languages have only isolated nominal formations: OHG hantag pointed, deriv. from PGm. *handa- (formally = κοντός), Latv. sīts hunting spear (= Lith. *šiñtas < IE. *ḱentos- n.?), and some Celtic words, e. g. Bret. kentr spur, Welsh cethr nail, but these are all prob. loans from Lat. centrum . - See W.-Hofmann 2, 423, Pok. 567.

Middle Liddell

[epic inf. κένσαι as if from κέντω]
1. to prick, goad, spur on, Il., Ar.
2. of bees and wasps, to sting, Ar., Theocr.
3. generally, to prick, stab, Pind., Soph., etc.: to torture, Xen.: metaph., σὺν δόλωι κ. to stab in the dark, Soph.

Frisk Etymology German

κεντέω: (seit Pi.),
{kentéō}
Forms: Aor. κένσαι (Ψ 337), κεντῆσαι (Hp. usw., κέντασα Theok. 19, 1), Pass. κεντηθῆναι (Arist.) mit κεντηθήσομαι (Hdt.), κεντήσω (S.), κεκέντημαι (Hp.),
Grammar: v.
Meaning: stacheln, stechen.
Composita: auch mit Präfix, z. B. κατα-, παρα-, ἀπο-, δια-,
Derivative: Ableitungen. 1. Das aus κένσαι für *κέντσαι (Schwyzer 287) zu erschließende κεντ- (Präsens oder starker Aorist?; vgl. unten) ging vor Dental lautgemäß in κεσ- über. So κεστός (< *κενττός) gestickt (ep., sp. Prosa; Ammann Μνήμης χάριν 1, 17); κέστρον spitzes Eisen (Plin. u. a.) mit κεστρωτός und κέστρωσις (H.; *κεστρόω), κέστρος Art Pfeil (Plb., D. H., H.) mit dem Demin. κεστρίον (Attika) und κέστρειον ‘Vorrat von Pfeilen (?)’ (Delos IIIa); κέστρα f. Spitzhammer, Bolzen (S., Ph. Bel., Hero), auch Fischname = σφύραινα (Ar. usw.; nach der Körperform, Strömberg Fischnamen 35); dazu κεστρεύς Seebarbe (ion. att.; Bosshardt Die Nom. auf -ευς 51) und κεστρῖνος, -ινίσκος ib. (Kom.). — 2. Durch Umbildung nach κεντέω (nicht mit ρο-Suffix nach Fraenkel KZ 42, 118 A. 1) entstand κέντρον Stachel, Stachelstab, als geometrischer term. techn. ruhender Zirkelschenkel, Mittelpunkt eines Kreises (seit Il.), wovon eine Menge Komposita und Ableitungen, z. B. κεντρηνεκής mit dem Stachel angetrieben (Il.; vgl. mit anderer Funktion des Hinterglieds δουρ-, ποδηνεκής); Subst. κέντρων s. bes.; Adj. wie κεντρικός, >κεντρώδης, κεντρήεις; Fisch- bzw. Pflanzennamen wie κεντρίνης, κεντρίσκος, κεντρίτης (Strömberg Fischnamen 47, Redard Les noms grecs en -της 83, 111); denominative Verba κεντρόω mit einem Stachel versehen, stechen (ion. att.), κεντρίζω stacheln (X. u. a.); von κέντρον auch als Rückbildung κέντωρ m. Sporner (Il., AP; Fraenkel Glotta 2, 32). — 3. Von κεντέω (κεντῆσαι, -σω): κέντημα der Stich, das Mosaik (Arist., Inschr. Smyrna [Kaiserzeit]), κεντητής Mosaikarbeiter (Edict. Diocl.), κεντητήριον Pfriem (Luk.), κεντητικός stachelig (Thphr.), κεντητός gestickt, mit Mosaik eingelegt (Epikt., Pap.). — 4. Mit altem Ablaut κοντός m. "der Stecher", Stange, Schifferstange, Stab zum Antreiben des Viehs (seit ι 487; LW lat. contus mit percontor) mit κοντάκιον, -άριον, -ίλος, -ωτός u. a.; dazu κοντός kurz (Adam. u. a.) durch Loslösung aus κοντομάχος, -βόλος, -βολέω u. a., wo κοντός als kurz aufgefaßt wurde; so schon in κοντοπορεία (Plb. u. a.), s. Hatzidakis Festschrift Kretschmer 35ff., wo über die zahlreichen mittel- und neugr. Ableger; dazu Wahrmann Glotta 17, 234.
Etymology: Zu dem sigmatischen Aorist κένσαι aus *κέντσαι wurde nach unbekanntem Vorbild ein Präsens κεντέω neugebildet (vgl. Schwyzer 706), wozu κεντῆσαι, κεντήσω usw. — Aus anderen Sprachen kommen als Verwandte nur isolierte Nominalbildungen in Betracht: ahd. hantag spitz, Ableitung von urg. *handa- (formal = κοντός), lett. sīts Jagdspieß (= lit. *šiñtas < idg. *ḱentos- n.?), wozu noch einige keltische Wörter, z. B. bret. kentr Sporn, kymr. cethr Nagel, die aber alle wahrscheinlich aus lat. centrum entlehnt sind. — Lit. bei Bq, WP. 1, 402, W.-Hofmann 2, 423, Pok. 567.
Page 1,820-821

Mantoulidis Etymological

-ῶ Ἀπό ρίζα κεν + πρόσφυμα ε → κεντέω -ῶ.
Παράγωγα: κέντρον (=κεντρί), κεντρίζω, κέντημα, κέντησις, κεντητής, κεντητήριον, κεντητικός, κεντητός, διακεντητέον, Κένταυρος, κεστός (=κεντημένος), κέστρα, ἤκεστος (=ἀκέντητος), κέστρον (=ἐργαλεῖο γλυπτικό), κεντρῶ, κέντρωσις, συγκέντρωσις, ἀποκέντρωσις, κεντρωτός.

Léxico de magia

pinchar, clavar κεντῶν (τὸν χάρτην) κατὰ τῶν χαρακτήρων τῷ καλάμῳ καὶ δεσμεύων λέγε mientras pinchas el rollo de papiro conforme a los signos con el cálamo y realizas la atadura, di P V 319 κέντησον τὸ ἀριστερὸν (ὀστέον) εἰς τὸν ἀριστερὸν ὀφθαλμὸν τοῦ ἀνδριάντος clava el hueso izquierdo en el ojo izquierdo de la figurilla SM 97ue 20

Lexicon Thucydideum

pungi, to be pierced, 4.47.3.