Λεοντίς: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_12)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Λεοντίς''': -ίδος, ἡ, «φυλὴ Ἀθήνησιν· ἀπὸ Λεὼ τοῦ Ὀρφέως» Φώτ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 27, [[Πολυδ]]. Η΄, 110, διάφ. γραφ. [[Λεωντίς]].
|lstext='''Λεοντίς''': -ίδος, ἡ, «φυλὴ Ἀθήνησιν· ἀπὸ Λεὼ τοῦ Ὀρφέως» Φώτ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 27, [[Πολυδ]]. Η΄, 110, διάφ. γραφ. [[Λεωντίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''Λεοντίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ Леонтида (одна из атт. фил) Xen., Plut.
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Λεοντίς: -ίδος, ἡ, «φυλὴ Ἀθήνησιν· ἀπὸ Λεὼ τοῦ Ὀρφέως» Φώτ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 27, Πολυδ. Η΄, 110, διάφ. γραφ. Λεωντίς.

Russian (Dvoretsky)

Λεοντίς: ίδος (ῐδ) ἡ Леонтида (одна из атт. фил) Xen., Plut.