τρόπος
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
ὁ, (τρέπω)
A turn, direction, way, διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108; διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189, cf. 199: but,
II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97; τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62; πᾶς τ. μορφῆς A.Eu.192; τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99; ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47; ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr.270b; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28; ψυχῆς τρποι Pl.R. 445c, etc.; οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA588a20:—in various adverbial usages:
1 dat., τίνι τρόπῳ; how? A.Pers.793, S.OT10, E.Ba.1294; τῷ τρόπῳ; S.El.679, E. Hipp.909, 1008; ποίῳ τ.; A.Pr.763, etc.; τοιούτῳ τρόπῳ, τρόπῳ τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68; ἄλλῳ τ. Pl.Phdr.232b, etc.; ἑνί γέ τῳ τρόπῳ = in one way or other, Ar.Pl.402, Pl.Men.96d; παντὶ τρόπῳ = by all means, A.Th.301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τρόπῳ, μηδενὶ τρόπῳ, in no wise, by no means, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri.49a, etc.; ἑκουσίῳ τρόπῳ = willingly, E. Med.751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch.754 (s. v.l.): poet. in plural, τρόποισι ποίοις; S.OC468; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of... A.Ch.479; ναυκλήρου τρόποις S.Ph.128.
2 abs. in acc., τίνα τρόπον; how? Ar.Nu.170, Ra.460; τρόπον τινά = in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R. 432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp.199a, X.An. 1.1.9; ὃν τ. how, D.H.3.8; as, LXX Ps.41(42).1; τ. τὸν αὐτόν A.Ch.274; πάντα τ. Ar.Nu.700 (lyr.), etc.; μηδένα τ. X.Mem.3.7.8; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th.284,465; τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58; Σαμιακὸν τρόπον Cratin.13; βάρβαρον τρόπον (βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th.463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τρόπος like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later, ἐς ὄρνιθος τρόποις Luc.Halc.1, cf. Bis Acc.27: rarely in plural, πάντας τρόπους = in all ways, Pl.Phd. 94d.
3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—δι' οὗ τρόπου Men.539.6; διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66:—ἐς τὸν νῦν τρόπον Th.1.6; εἰς τὸν αὐτὸν τρόπον μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8; ἐς ὄρνιθος τρόποις (v. supr.2):—ἐκ παντὸς τρόπου Id.An.3.1.43, Isoc.4.95, etc.; ἐξ ἑνός γέ του τρόπου Ar.Fr. 187, Th.6.34; μηδὲ ἐξ ἑνὸς τρόπου Lys.31.30; μηδ' ἐξ ἑνὸς τρόπου Isoc.5.3:—ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67, cf. 1.97, etc.; ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a: in plural, γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τρόποις Ἰξίονος, A.Ag.918, Eu.441:—κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον X.Cyr.8.2.5; κατὰ πάντα τρόπον Ar.Av.451 (lyr.), X.An. 6.6.30, etc.; κατ' οὐδένα τρόπον Plb.4.84.8, etc.; κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b; κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28: in plural, κατὰ πολλοὺς τρόπους ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τρόπου = in any manner whatever, Th.8.27:—ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14.
4 κατὰ τρόπον,
a according to custom, κατὰ τὸν τρόπον τῆς φύσεως Pl.Lg.804b; opp. παρὰ τὸν τρόπον τὸν ἑαυτῶν Th.5.63, cf. Antipho 3.2.1.
b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt. 310c, etc.; οὐδαμῶς κατὰ τρόπον Id.Lg.638c; opp. ἀπὸ τρόπου = unreasonable, absurd, Id.Cra.421d, Tht.143c, etc.; so θαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου Th.1.76.
5 πρὸς τρόπου = fitting, suitable, PCair.Zen.309.5 (iii B. C.).
III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ. μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av.109; ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τρόπου πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl.246, cf. 630.
2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τρόπον ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36; φιλανθρώπου τ. A.Pr.11; γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92; οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78; τρόπου προπέτεια, τρόπου ἀναίδεια, D.21.38, 45.71; ἀφιλάργυρος ὁ τρόπος Ep.Hebr.13.5:—οὐ τοὐμοῦ τρόπου Ar.V.1002; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τρόπου = quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τρόπου ib.574:—πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr.252d, cf. Lg.655d; πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11:—opp. ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr.278d, R. 470c:—after Adjs., διάφοροι ὄντες τὸν τρόπον Th.8.96; σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21:—esp. in plural, Pi.P.10.38, S.El.397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar.Pax 350, 935; σφόδρα τοὺς τρόπους Βοιώτιος Eub.39; πουλύπους ἐς τοὺς τρόπους Eup.101; μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr.311; τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag.856; νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736; τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra.1432; opp. νόμοι, Th.2.39; ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg.924d.
IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode, Αύδιος τ. Pi.O.14.17; but more generally, style, νεοσίγαλος τρόπος ib.3.4; ὁ ἀρχαῖος τρόπος Eup.303; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τρόποι (distinguished fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.; ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τρόπος Aristid.Quint.1.12, cf. 2.1; of art in general, πάντες τῆς εἰκαστικῆς τρόποι Phld.Po.5.7.
V in speaking or writing, manner, style, ὁ τρόπος τῆς λέξεως Pl.R. 400d, cf. Isoc.15.45: especially in Rhet. in plural, tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.
VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation, ὁ ἄνευ φθόγγων τρόπος Epicur.Ep.1p.32U.; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τρόπος = the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τρόπος, opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31; αἰτιολογικὸς τρόπος Epicur.Nat. 143 G.
VII beam, Moschio ap.Ath.5.208c (so in Mod.Gr., cf. Glotta 11.249).
German (Pape)
[Seite 1152] ὁ, eigtl. Wendung, διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Her. 2, 108; gew. Art u. Weise, Gebrauch, Sitte, Landesart, und vom einzelnen Menschen, Lebens-, Sinn esart, Charakter, eigtl. die ganze Art, wie Einer sich zu wenden od. zu betragen pflegt; Pind. öfter: τὸν ἐγκώμιον ὀμφὶ τρόπον Ol. 11, 77; τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεται I. 5, 58; νεοσί. γαλον εὑρόντι τρόπον Ol. 3, 4, u. öfter; Her. vom Charakter des seythischen Winters, 4, 28 u. öfter; γυναικὸς ἐν τρόποις, Aesch. Ag. 892; φιλανθρώπου δὲ παύεσθαι τρόπο, Prom. 11. 28; τοὺς φιλάνορας τρόπους, Ag. 830; νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις, Soph. Ai. 723; τούτου τοῦ τρόπου εἰμί, von diesem Charakter, Ar. Plut. 246; ἐπιχώριος, 47; σκληρὸς τοὺς τρόπους, Pax 350; ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, 901; ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός, Ran. 1428; οἶσθα γάρ που τὸν ἄνδρα καὶ τὸν τρόπον αὐτοῦ, Plat. Phaed. 59 a; ὅσοι ἂν τοὺς παῖδας θρέψωνται ἐν τοῖς σφετέροις τρόποις καὶ νόμοις, Rep. VII, 541 a; βλέπων εἰς ἤθη τε καὶ τρόπους, Legg. XI, 924 d, u. öfter. Gew. im plur. in der Bdtg Charakter, s. Krüger Xen. An. 1, 9, 22; ἡ ἀκακία τοῦ τρόπο, Dem. 59, 83; δι' ἀπληστίαν τρόπων, 24, 173; οἱ νόμοι οἱ τρόποι τῆς πόλεως, ib. 210; παρὰ τὸν ἄλλον τρόπον, gegen meinen sonstigen Charakter, Antipho 3 β 1. – Übh. Art und Weise; τρόπῳ τοιῷδε, auf solche Weise, Her. 3, 68; οὐδενὶ τρόπῳ, auf keine Weise, 4, 111; ὅτῳ τρόπῳ, Aesch. Prom. 87; παντὶ τρόπῳ, auf alle Weise, Spt. 283; Soph. O. R. 10 u. oft, wie Folgde; Plat. Conv. 176 b; – τὸν αὐτὸν τρόπον, auf dieselbe Weise, Aesch. Spt. 628 Ch. 272; τίνα τρόπον; auf welche Weise? Dem. 1, 2; πάντα τρόπον, auf alle Weise, Her. 1, 189. 199 u. Folgde, wie Plat. Prot. 322 c; τοῦτον τὸν τρόπον, Conv. 199 a; – κατὰ τρόπον, nach rechter Art, methodisch, Pol. 3, 7, 6 u. a. Sp.; – auch τρόπον τινά, Plut. Lys. 13, gewissermaßen, wie Alexis bei Stob. fl. 115, 7. – In der Musik = Tonart, Λυδίῳ ἐν τρόπῳ, Pind. Ol. 14, 17; ähnl. φιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπον, Aesch. Spt. 445; μουσικῆς τρόποι, Plat. Rep. IV, 424 c. – In der Rhetorik der umgewandte, uneigentliche, figürliche Ausdruck.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tour;
I. au propre;
1 direction (d'un conduit, d'un canal, etc.) : πάντα τρόπον HDT dans toutes les directions;
2 tournure, attitude;
II. fig. 1 manière, façon, mode : πᾶς τρόπος μορφῆς ESCHL litt. toute la manière d'être de votre forme (càd de votre laideur) ; κεχώρισται οὗτος ὁ χειμὼν τοὺς τρόπους πᾶσι τοῖσι ἐν ἄλλοισι χωρίοισι γινομένοισι χειμῶσι HDT cet hiver se distingue par ses particularités de tous ceux qui sont dans d'autres pays ; ψυχῆς τρόποι PLAT les façons d'être de l'âme;
2 mus. mode, mélodie, ton, chant;
3 rhét. manière de s'exprimer, style ; particul. figure de mots, trope;
4 en parl. de pers. manière de penser et d'agir, mœurs, habitudes, conduite, caractère, sentiments : σολοικότερος ἄνθρωπος τῷ τρόπῳ XÉN homme de caractère un peu grossier ; οὐ τοὐμοῦ τρόπου AR non d'après mon sentiment ; διάφοροι ὄντες τὸν τρόπον THC étant différents par le caractère ; ὥσπερ δὴ τρόπος ἦν αὐτοῖς XÉN comme c'était leur habitude;
5 en gén. (dans diverses locut.) τίνι τρόπῳ; ESCHL, τίνα τρόπον ; AR de quelle façon ? comment ? τίνι τρόπῳ καθέστατε; SOPH comment, càd dans quelle situation vous trouvez-vous ici ? comment vont vos affaires ? τῷ τρόπῳ; SOPH de quelle façon ? τοιῷδε τρόπῳ, τοιούτῳ τρόπῳ d'une telle façon ; τὸν αὐτὸν τρόπον de la même façon ; ἄλλῳ τρόπῳ, ἄλλον τρόπον d'une autre façon ; οὐδενὶ τρόπῳ, οὐδένα τρόπον XÉN d'aucune façon, absolument pas ; πάντι τρόπῳ, πάντα τρόπον de toute façon, en tout cas ; avec le gén., à la façon de, comme : τρόπον αἰγυπιῶν ESCHL à la façon des vautours ; χαλκοῦ τρόπον ESCHL à la façon de l'airain, comme l'airain ; au dat. ναυκλήρου τρόποις SOPH sous le déguisement d'un matelot ; τυραννικοῖς τρόποις ESCHL comme des tyrans ; avec une prép. : εἰς τὸν αὐτὸν τρόπον XÉN de la même façon ; ἐκ παντὸς τοῦ τρόπου XÉN de toute façon ; κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον XÉN de la même façon ; κατὰ πολλοὺς τρόπους XÉN de beaucoup de façons ; θαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου THC rien de surprenant ni qui soit en contradiction avec la nature humaine ; οὐκ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου avec l'inf. XÉN ce n'était pas selon le goût ou dans les habitudes de Cyrus de ; p. opp. à παρὰ τὸν τρόπον ἑαυτῶν THC contre leur coutume.
Étymologie: τρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρόπος -ου, ὁ [τρέπω] wending, richting:. διώρυχας... τετραμμένας πάντα τρόπον kanalen die in alle richtingen liepen Hdt. 1.189.3. manier (van doen), methode, wijze:; τρόπῳ τῷ παρέοντι χρεώμενοι de huidige manier van handelen toepassend Hdt. 1.97.3; ὁ τρόπος τέχνης ἰατρικῆς de methode van de geneeskunde Plat. Phaedr. 270b; οὐδὲν γε ἀπὸ τρόπου helemaal niet verkeerd Plat. Crat. 421d; adv. gebruik; dat. τίνι τρόπῳ; op welke manier?; ᾧτινι τρόπῳ op welke manier dan ook Plat. Lg. 658b; ἑνί γέ τῳ τρόπῳ hoe dan ook Aristoph. Pl. 402; acc. τίνα τρόπον; hoe?, hoezo?; ὅντινα τρόπον in zekere zin Men. Dysc. 363; ook in prep. bep.: op (enige) manier:. ἐς τὸν νῦν τρόπον op de manier van nu Thuc. 1.6.4; ἐκ πάντος τρόπου op elke mogelijke wijze Xen. An. 3.1.43; ἐξ ἑνός γε του τρόπου op enigerlei wijze Thuc. 6.34.2; γυναικὸς ἐν τρόποις op de manier van een vrouw Aeschl. Ag. 918; μετὰ ὁτουοῦν τρόπου op welke manier dan ook Thuc. 8.27.3; κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον op dezelfde manier Xen. Cyr. 8.2.5; κατὰ τρόπον ἔχειν in orde zijn Men. Dysc. 134. aard, karakter:. τρόπου ἡσυχίου van een rustige aard Hdt. 1.107.2; οὐκ ἐμοὺς τρόπους λέγεις wat je zegt ligt niet in mijn karakter Soph. El. 397; οὐ τοὐμοῦ τρόπου niet passend bij mijn aard Aristoph. Ve. 1002; διάφοροι... ὄντες τὸν τρόπον verschillend qua karakter Thuc. 8.96.5; πρὸς τρόπου τινός overeenkomstig iemands karakter Plat. Phaedr. 252d; φιλανθρώπου παύεσθαι τρόπου ophouden met zijn menslievende houding Aeschl. PV 11. stijl, in muziek of retorica:. μουσικῆς τρόποι muziek-stijlen Plat. Resp. 424c; ὁ τρόπος τῆς λέξεως manier van spreken Plat. Resp. 400d.
Russian (Dvoretsky)
τρόπος: ὁ τρέπω
1 направление: παντοίους τρόπους ἔχειν Her. идти во всевозможных направлениях; πάντα τρόπον Her. по всем направлениям;
2 способ, образ, манера, лад (ποίῳ, τῷ или τίνι τρόπῳ и τίνα τρόπον; Trag., Plat., Arph.; ἄλλῳ τρόπῳ и ἄλλον τρόπον Thuc., Xen., Plat.): θατέρου τρόπου Arph. противоположным образом, напротив; παντὶ τρόπῳ, πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου и πάντας τρόπους Aesch., Xen., Plat. всеми способами, всячески; καινὸν τρόπον Arph. по-новому; χαλκοῦ τρόπον Aesch. словно медь; εἰς и κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον Xen. таким же образом; ἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ Plat. обычным образом; κατὰ τρόπον Plat. надлежащим образом (ср. 4); ἀπὸ τρόπου Plat. неподобающим образом, некстати; ὁ τ. τῆς λέξεως Plat. манера изъясняться, стиль речи;
3 характер, нрав (τ. ἀφιλάργυρος NT): οὐ τοὐμοῦ τρόπου Plat. (это) не по мне; πρὸς τρόπου Plat. по нраву (по вкусу); οὐκ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου … Xen. не в характере Кира было …;
4 обычай, обыкновение: παρὰ τὸν τρόπον τινός Thuc. против чьего-л. обыкновения; κατὰ τρόπον Plat. по обыкновению (ср. 2); ὥσπερ τ. ἦν αὐτοῖς Xen. в соответствии с их обыкновением;
5 pl. образ действия, поведение Her.: οὐκ ἐπαινεῖν τοὺς τρόπους τινός Soph. не одобрять чьего-л. образа действий;
6 муз. тонация, лад (τ. Λύδιος Pind.; μουσικῆς τρόποι Plat.);
7 рит. оборот (речи), троп;
8 лог. форма силлогизма, фигура или модус Arst., Diog. L.
English (Slater)
τρόπος (-ος, -ῳ, -ον, -οις.)
a way, manner, method κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (i. e. of training) (O. 8.63) ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (N. 7.14) ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν fr. 7. acc. pro adv., τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (I. 6.58)
b fashion, musical style Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον (O. 3.4) ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον (O. 10.77) Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελεταῖς τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν post Ἀσώπιχον del. Schr.) (O. 14.17) παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (supp. Snell: [νόμ]ον G—H: τὴν ᾠδήν Σ.) Πα. 2. 1. ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.*
c
I mode of life σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες in your character (N. 1.29)
II pl., manners i. e. way of life. Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι (P. 10.38)
English (Strong)
from the same as τροπή; a turn, i.e. (by implication) mode or style (especially with preposition or relative prefix as adverb, like); figuratively, deportment or character: (even) as, conversation, (+ like) manner, (+ by any) means, way.
English (Thayer)
τροπου, ὁ (from τρέπω, see τροπή), from (Pindar), Aeschylus and Herodotus down;
1. a manner, way, fashion: ὅν τρόπον, as, even as, like as (Winer's Grammar, § 32,6; Buttmann, § 131,12): Xenophon, mem. 1,2, 59; anab. 6,1 (3), 1; Plato, rep. 5, p. 466e.); τόν ὅμοιον τούτοις τρόπον (in like manner with these), καθ' ὅν τρόπον, as, κατά πάντα τρόπον, κατά μηδένα τρόπον, in no wise, κατά οὐδένα τρόπον, παντί τρόπῳ, ἐν παντί τρόπῳ, ἐν παντί τόπῳ; cf. Winer's Grammar, § 31,8d.).
2. manner of life, character: R. V. marginal reading 'turn of mind'; (cf. τούς τροπους κυρίου ἔχειν, ' Teaching' 11,8 [ET])).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης
3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν έχει τρόπους» — δεν έχει καλή ανατροφή
β. «έχει καλούς τρόπους» — είναι ευγενικός
γ. «διάφοροι ὄντες τὸν τρόπον», Θουκ.
δ. «κοὐκέτ' ἄν μ' εὕροις δικαστὴν δριμὺν... οὐδὲ τοὺς τρόπους γε δήπου σκληρόν», Αριστοφ.)
4. φρ. α) «με κάθε τρόπο» και «παντί τρόπῳ» και «διὰ παντὸς τρόπου» και «κατὰ πάντα τρόπον» και «ἐκ παντὸς τρόπου» — με κάθε μέσο, οπωσδήποτε, εξάπαντος
β) «τρόπον τίνα» — κατά κάποιον τρόπο
νεοελλ.
1. περιουσία, υλικά μέσα, βίος («έχει καλά τον τρόπο του» — είναι εύπορος)
2. επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, ικανότητα («έχει τον τρόπο του αυτός να πείθει τους άλλους»)
3. διακριτικότητα («να τήν πλησιάσεις με τρόπο και να της το πεις»)
4. μουσ. καθεμιά από τις δύο γενικές διατάξεις τών διατονικών κλιμάκων στις οποίες η διάκριση γίνεται από τη συγκεκριμένη θέση τών ημιτονίων (α. «μείζων τρόπος» — ματζόρε
β. «ελάσσων τρόπος» — μινόρε)
5. (λογ.) μορφή του συλλογισμού ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα των προτάσεων
6. (φιλοσ.) ο καθορισμός ενός υποκειμένου, σε αντιδιαστολή προς το κατηγορούμενο
7. (νομ.) πράξη ή παράλειψη που θέτει ο δωρητής εν ζωή ή ο κληρονομούμενος με διαθήκη εις βάρος του δωρεοδόχου ή του κληρονόμου ή του κληροδόχου χωρίς δημιουργία αντίστοιχου απαιτητού δικαιώματος υπέρ άλλου προσώπου
8. φρ. α) «με κανέναν τρόπο» — σε καμιά περίπτωση
β) «με τρόπο»
i) επιτήδεια, όπως αρμόζει ή με ήπιο ύφος (α. «πες του το με τρόπο» β. «έφυγε με τρόπο»)
ii) κρυφά («πάρ' το με τρόπο για να μην σέ καταλάβουν»)
γ) «βρίσκω τρόπο» — επινοώ
δ) «τρόπος του λέγειν» — σχήμα λόγου, όχι κυριολεκτικά, μεταφορικά
ε) «τρόπος παραγωγής»
(κοινων.) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) ο ιστορικά καθορισμένος τρόπος κατά τον οποίο οι άνθρωποι παράγουν τα αναγκαία για την ύπαρξη και ανάπτυξη της κοινωνίας υλικά αγαθά, τρόπος ο οποίος έχει ως βασικές συνιστώσες τις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής σε διαλεκτική ενότητα μεταξύ τους
στ) «τρόπος ζωής»
(κοινων.) i) ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται κανείς και ζει τη ζωή του
ii) το περιεχόμενο και οι ιστορικά καθορισμένες συγκεκριμένες μορφές ικανοποίησης τών υλικών και πνευματικών αναγκών του ατόμου εκ μέρους τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων, σε συνάρτηση με το βιοτικό επίπεδο, τις παραδόσεις, τη νοοτροπία, τα ήθη και τα έθιμα μιας δεδομένης κοινωνίας
9. παροιμ. «όπου είναι τρόπος είναι και τόπος» — δηλώνει ότι με την ευγενική του συμπεριφορά μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση παντού
νεοελλ.-μσν.
(στην εκκλ. μουσ.) μελωδία, επεξηγηματικό κείμενο ή και τα δύο μαζί, που προστίθενται σε μια γρηγοριανή μελωδία
νεοελλ.-αρχ.
φρ. «σκεπτικοί [ή πυρρώνειοι] τρόποι [ή λόγοι ή τόποι και τύποι]»
(φιλοσ.) διάφορες αποδεικτικές μέθοδοι σχετικές με τη δυνατότητα γνώσης και κατανόησης τών πραγμάτων, της αντικειμενικής πραγματικότητας
αρχ.
1. κατεύθυνση, διεύθυνση («διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με πρόσ.) βιοτική συνήθεια, έξη
3. συλλογιστική μέθοδος
4. στον πληθ. οἱ τρόποι
το σύνολο τών κλίσεων, τών φυσικών τάσεων ενός ατόμου («οὐκ αἰσχυνοῦμαι τοὺς φιλάνορας τρόπους λέξαι πρὸς ὑμᾱς», Αισχύλ.)
5. φρ. (με επιρρμ. σημ.) α) «τῷ τρόπῳ;» καὶ «τίνι τρόπῳ;» και «ποίῳ τρόπῳ;» και «τίνα τρόπον;» — με ποιο τρόπο, πώς;
β) «τρόπῳ τοιῷδε» και «τοιούτῳ τρόπῳ» και «τοῦτον τὸν τρόπον» και «τόνδε τὸν τρόπον» — με τέτοιο τρόπο, έτσι δα
γ) «οὐδενί [ή μηδενὶ] τρόπῳ» — με κανέναν τρόπο, καθόλου
δ) «έκουσίῳ τρόπω» — θεληματικά
ε) «τὸν αὐτὸν τρόπον» και «εἰς τὸν αὐτὸν τρόπον» — με τον ίδιο τρόπο, ομοίως
στ) «ἐξ ἑνός γε τοῦ τρόπου» — ακριβώς το ίδιο
ζ) «ἑνί γε τῷ τρόπῳ» — με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο
η) «μετὰ ὁτουοῦν τρόπον» — με οποιονδήποτε τρόπο (Θουκ.)
θ) «βάρβαρον τρόπον» — όπως συνηθίζουν οι βάρβαροι (Αισχύλ.)
ι) «ὄρνιθος τρόπον» — σαν πουλί (Ηρόδ.)
ια) «ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον» — με επαινετικό τρόπο (Πίνδ.)
ιβ) «πρὸς τρόπον τινός» — σύμφωνα με τις διαθέσεις κάποιου
ιγ) «κατὰ τρόπον» και «πρὸς τρόπον»
i) με τον κατάλληλο τρόπο, όπως αρμόζει
ii) όπως συνηθίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- της ρίζας του τρέπω (βλ. λ. τρέπω)].
Greek Monotonic
τρόπος: ὁ (τρέπω)·
I. διεύθυνση, τρόπος, σε Ηρόδ.
II. 1. τρόπος, συμπεριφορά, μέθοδος, τρόπῳ τοιῷδε, κατά τέτοιο τρόπο, σε Ηρόδ.· τίνι τρόπῳ; Λατ. quomodo? με ποιο τρόπο; σε Αισχύλ. κ.λπ.· ποίῳ τρόπῳ; στον ίδ.· ἑνί γε τῷ τρόπῳ, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, κατά κάποιο τρόπο, σε Αριστοφ.· παντὶ τρόπῳ, με κάθε τρόπο, σε Αισχύλ.· οὐδενὶ τρόπῳ, μηδενὶ τρόπῳ, με κανέναν τρόπο, καθόλου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στον πληθ., τρόποισι ποίοις; σε Σοφ.· ναυκλήρου τρόποις, στον ίδ.
2. απόλ. στην αιτ., τίνα τρόπον; πώς; σε Αριστοφ.· τρόπον τινά, κατά κάποιον τρόπο, σε Ευρ.· οὐδένα, μηδένα τρόπον, σε Ξεν.· πίτυος τρόπον, σύμφωνα με τον τρόπο ενός πεύκου, σε Ηρόδ.· στον πληθ., κεχώρισται τοὺς τρόπους, με τους τρόπους του, στον ίδ.· πάντας τρόπους, με όλους τους τρόπους, σε Πλάτ.
3. με προθ., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τρόποις Ἰξίονος, σε Αισχύλ.· ἐς ὄρνιθος τρόποις, σε Λουκ.· κατὰ πάντα τρόπον, σε Αριστοφ. κ.λπ.· κατὰ πάντας τρόπους, στον ίδ.· κατὰ τρόπον απόλ., αρμοδίως, προσηκόντως, Λατ. rite, σε Ισοκρ.
III. λέγεται για πρόσωπα, τρόπος ζωής, συνήθεια, έθιμο, σε Πίνδ.· μῶνἡλιαστά; — Απαντ. μἀλλὰ θατέρου τρόπου, Είσαι Ηλιαστής; — Όχι, αλλά από το άλλο είδος, σε Αριστοφ.· ο χαρακτήρας του ανθρώπου, η διάθεσή του, τρόπου ἡσυχίου, ήσυχης διάθεσης, σε Ηρόδ.· οὐ τοὐμοῦ τρόπον, όχι της προτίμησής μου, σε Αριστοφ.· πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., τρόποι, συνήθειες, σκληρὸς τοὺς τρόπους, σε Αριστοφ.· ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός, στον ίδ.
IV. στη Μουσική, τρόπος Λύδιος, σε Πίνδ.· ᾠδῆς τρόπος, σε Πλάτ.
V. λέγεται στη συγγραφή ή ομιλία, τρόπος, ύφος, σε Ισοκρ.· αλλά στη Ρητορική, τρόποι έκφρασης και ρητορικά σχήματα, σε Κικ.
Greek (Liddell-Scott)
τρόπος: ὁ, ἱμὰς ἐκ συνεστραμμένου δέρματος, δι’ οὗ προσέδενον τὴν κώπην, εἰς τὸν σκαλμόν, ὡς καὶ νῦν ἔτι ποιοῦσι, μεταχειριζόμενοι πολλάκις καὶ σχοινία, τροποῖς δερματίνοισι Ὀδ. Δ. 782, Θ. 53· τρόπον αὐτόν, ἐπαρτέα δεσμὸν ἐρετμοῦ Ὀππ. Ἁλ. 5. 359, πρβλ. τροπόω ΙΙ, τροπωτήρ. ΙΙ. δοκός, ὡς τὸ τράφηξ, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C, Πολυδ. Α΄, 85.
Middle Liddell
τρόπος, ὁ, τρέπω
I. a turn, direction, course, way, Hdt.
II. a way, manner, fashion, τρόπῳ τοιῷδε in such wise, Hdt.; τίνι τρόπῳ; Lat. quomodo? how? Aesch., etc.; ποίῳ τρ.; Aesch.; ἑνί γε τῷ τρ. in one way or other, Ar.; παντὶ τρόπῳ by all means, Aesch.; οὐδενὶ τρ., μηδενὶ τρ. in no wise, by no means, on no account, Hdt., etc.:—so in plural, τρόποισι ποίοις; Soph.; ναυκλήρου τρόποις Soph.
2. absol. in acc., τίνα τρόπον; how? Ar.; τρ. τινά in a manner, Eur.; οὐδένα, μηδένα τρ. Xen.; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.; in plural, κεχώρισται τοὺς τρόπους in its ways, Hdt.; πάντας τρόπους in all ways, Plat.
3. with Preps., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τρ. Ἰξίονος Aesch.:— ἐς ὄρνιθος τρ. Luc.; κατὰ πάντα τρ. Ar., etc.; κατὰ πάντας τρόπους Ar.:— κατὰ τρόπον, absol., fitly, duly, Lat. rite, Isocr.
III. of persons, a way of life, habit, custom, Pind.; μῶν ἡλιαστά; Answ. μἀλλὰ θατέρου τρ. are you a Heliast?—No, but of the other sort, Ar.:—a man's character, temper, τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.; οὐ τοὐμοῦ τρόπου not to my taste, Ar.; πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου Xen.; so in plural ways, habits, σκληρὸς τοὺς τρόπους Ar.; ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός Ar.
IV. in Music, τρ. Λύδιος Pind.; ᾠδῆς τρόπος Plat.
V. in speaking or writing, manner, style, Isocr.:—but in Rhetoric, tropes, figures, Cic.
Chinese
原文音譯:trÒpoj 特羅坡士
詞類次數:名詞(13)
原文字根:歸回 相當於: (טַעַם)
字義溯源:樣式,性質,行為,方法,法子,態度,外表,像,樣,無論怎樣;源自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)。參讀 (ἀγωγή)同義字
同源字:1) (ἐπιτρέπω / συγχωρέω)交付,准許 2) (πολυτρόπως)多方地 3) (τροπή)轉動 4) (τρόπος)樣式 5) (τροποφορέω / τροφοφορέω)容忍他人習性
出現次數:總共(13);太(1);路(1);徒(4);羅(1);腓(1);帖後(2);提後(1);來(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 樣(3) 徒1:11; 徒15:11; 徒27:25;
2) 像(3) 太23:37; 路13:34; 徒7:28;
3) 方法(2) 腓1:18; 帖後3:16;
4) 樣式的(1) 猶1:7;
5) 無論怎樣(1) 來13:5;
6) 怎樣(1) 提後3:8;
7) 法子(1) 帖後2:3;
8) 方面(1) 羅3:2
English (Woodhouse)
appearance, behaviour, character, demeanour, disposition, fashion, manner, manners, method, mood, temperament, way, personal habits
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
modus, manner, method, 1.5.3, 1.6.4. 1.8.1, 1.8.4. 1.10.2, 1.10.4. 1.13.2. 1.49.1. 1.76.2, 1.89.1. 1.93.1. 1.96.1. 1.97.2. 1.107.4. 1.130.1, 1.132.5. 1.144.5, 2.2.4. 2.18.1. 2.21.3, 2.34.1. 2.58.1. 3.20.2. 3.49.4. 3.52.1. 3.82.8, 3.104.1. 3.109.1. 3.112.8. 4.4.3. 4.11.4. 4.14.3, 4.26.9. 4.44.2. 4.48.1. 4.48.3. 4.5.1. 4.79.1. 4.80.4, 4.90.1. 4.90.2. 4.100.1. 4.100.4. 4.106.3. 4.108.6. 4.116.2. 4.116.24.128.5. 5.7.3, 5.9.2. 5.17.2. 5.23.1,
item Ib. likewise there 5.2.1. 5.47.3. 5.47.4. 5.63.2, 5.88.1. 6.11.3. 6.11.6. 6.18.6. 6.33.3. 6.34.2, 6.35.1, 6.44.4. 6.59.1. 6.82.2. 6.87.3. 6.92.4, 6.97.4. 6.102.2. 7.7.3. 7.17.3. 7.28.3. 7.36.2. 7.39.2, 7.41.1. 7.44.1. 7.49.3, 7.49.4. 7.67.2. 7.67.27.70.8. 7.79.6. 7.84.1, 8.24.6. 8.27.3, 8.27.6. 8.43.2. 8.48.4. 8.50.5. 8.53.1, 8.63.4. 8.65.2. 8.66.2, 8.67.2. 8.68.1. 8.69.1. 8.70.1. 8.90.2, 8.93.2. 8.96.5, 8.98.4. 8.100.5. 8.104.1.
mores, character, ways, 2.36.4, 2.39.4, 2.41.2, 6.9.3, 7.63.3,
ritus, custom, usage, 4.98.2.
Translations
habit
Albanian: shprehi, gojdhânë; Arabic: عَادَة; Armenian: սովորություն, սովորույթ; Aromanian: huchi; Assamese: অভ্যাস; Asturian: vezu; Azerbaijani: adət; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай, звычка; Bengali: অভ্যাস; Breton: boaz; Bulgarian: навик; Burmese: ဝသီ, အလေ့အကျင့်; Catalan: costum; Chechen: ӏедал, ламаст; Chechen: ӏедал; Cherokee: ᎢᏯᏛᏁᎵᏓᏍᏗ; Chinese Cantonese: 習慣/习惯; Hakka: 習慣/习惯; Mandarin: 習慣/习惯; Min Nan: 習慣/习惯; Corsican: abitùdine; Crimean Tatar: adet; Czech: návyk, zvyk; Danish: vane; Dutch: gewoonte; Esperanto: kutimo; Estonian: harjumus; Even: хавкан; Evenki: татын, савкан; Faroese: vani; Finnish: tapa; French: habitude; Friulian: usance; Galician: hábito, costume; Georgian: ჩვევა, ჩვეულება; German: Gewohnheit, Habitus; Greek: συνήθεια; Ancient Greek: ἔθιμον, ἔθισμα, ἐθισμός, ἔθος, εἶδος, ἕξις, ἐπιτήδευμα, θέμις, μελέτη, συνήθεια, τὸ μεμαθηκός, τρόπος; Gujarati: ટેવ; Haitian Creole: abitid; Hausa: dabu'a; Hawaiian: hana maʻa; Hebrew: הֶרְגֵּל, מִנְהָג; Hindi: अभ्यास; Hungarian: szokás; Icelandic: vani, venja; Ido: kustumo; Igbo: omume; Indonesian: kebiasaan, adat; Interlingua: habitude; Irish: cleachtadh, gnás, béas, nós, taithí; Italian: abitudine, consuetudine; Japanese: 習慣; Javanese: adat; Jeju: 쿠세; Kazakh: әдет; Khmer: ទំលាប់; Korean: 습관(習慣), 버릇; Kurdish Northern Kurdish: edet; Kyrgyz: адат; Lao: ນິໄສ; Latin: habitus; Latvian: ieradums, paradums, paradums; Lithuanian: įprotis; Macedonian: навика; Malay: tabiat, kebiasaan, adat; Maltese: drawwa; Manx: cliaghtey, oash; Marathi: सवय; Mbyá Guaraní: eko; Mongolian Cyrillic: зан, зуршил; Nepali: अभ्यास; Ngazidja Comorian: twaɓia; Norwegian Bokmål: vane, sedvane; Nynorsk: vane, sedvane; Occitan: costuma, abitud; Old English: þēaw; Oriya: ଅଭ୍ୟାସ; Pashto: عادت; Persian: عادت; Plautdietsch: Sitten; Polish: nawyk inan, zwyczaj inan; Portuguese: hábito, costume; Punjabi: ਆਦਤ, ਆਦਤਾਂ; Romanian: obicei, habitudine; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: привычка, обычай, обыкновение, традиция; Sanskrit: अभ्यास; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: навика, привика; Roman: navika, privika; Sicilian: abbitùtini; Slovak: zvyk, návyk; Slovene: navada; Somali: caado; Spanish: costumbre, hábito; Swedish: vana; Tajik: одат; Tatar: гадәт; Telugu: అలవాటు; Thai: นิสัย; Tocharian B: yakne; Turkish: alışkanlık, adet; Turkmen: endik, adat; Ukrainian: звичка; Urdu: عادت; Uyghur: ئادەت; Uzbek: odat; Vietnamese: thói quen; Volapük: kösömot; Walloon: abitude, alaedje; Welsh: arferiad; Yiddish: געוווינהייט