3,273,006
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκέτης:''' -ου, ὁ ([[οἰκέω]]), [[οικιακός]] [[δούλος]], [[υπηρέτης]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἱοἰκέται</i>, Λατ. [[familia]], η [[οικογένεια]] κάποιου, οι γυναίκες και τα [[παιδιά]], σε Ηρόδ., Αττ.· σε αντίθ. προς το <i>οἱ δοῦλοι</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''οἰκέτης:''' -ου, ὁ ([[οἰκέω]]), [[οικιακός]] [[δούλος]], [[υπηρέτης]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἱοἰκέται</i>, Λατ. [[familia]], η [[οικογένεια]] κάποιου, οι γυναίκες και τα [[παιδιά]], σε Ηρόδ., Αττ.· σε αντίθ. προς το <i>οἱ δοῦλοι</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκέτης:''' ου adj. m рабский, подневольный ([[βίος]] Eur.).<br />ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> член семьи, домочадец (οἰκέται τε καὶ δοῦλοι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> слуга, раб (ὁ [[βοῦς]] ἀντ᾽ οἰκέτου τοῖς πένησίν ἐστιν Arst.; οἱ οἰκέται ὑποτασσόμενοι τοῖς δεσπόταις NT). | |||
}} | }} |