Anonymous

οἰκέτης: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκέτης:''' -ου, ὁ ([[οἰκέω]]), [[οικιακός]] [[δούλος]], [[υπηρέτης]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἱοἰκέται</i>, Λατ. [[familia]], η [[οικογένεια]] κάποιου, οι γυναίκες και τα [[παιδιά]], σε Ηρόδ., Αττ.· σε αντίθ. προς το <i>οἱ δοῦλοι</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''οἰκέτης:''' -ου, ὁ ([[οἰκέω]]), [[οικιακός]] [[δούλος]], [[υπηρέτης]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>οἱοἰκέται</i>, Λατ. [[familia]], η [[οικογένεια]] κάποιου, οι γυναίκες και τα [[παιδιά]], σε Ηρόδ., Αττ.· σε αντίθ. προς το <i>οἱ δοῦλοι</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκέτης:''' ου adj. m рабский, подневольный ([[βίος]] Eur.).<br />ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> член семьи, домочадец (οἰκέται τε καὶ δοῦλοι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> слуга, раб (ὁ [[βοῦς]] ἀντ᾽ οἰκέτου τοῖς πένησίν ἐστιν Arst.; οἱ οἰκέται ὑποτασσόμενοι τοῖς δεσπόταις NT).
}}
}}