ὁμόφοιτος: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που πορεύεται προς το [[μέρος]] κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὁμόφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που πορεύεται προς το [[μέρος]] κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόφοιτος:''' идущий рядом, сопровождающий, сопутствующий (τινος Pind.).
}}
}}