ὁμόφοιτος
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
ὁμόφοιτον, going by the side of, τινος Pi.N.8.33 (cf. Phld.Acad.Ind.p.52 M.), Nonn. D. 5.122, etc.
German (Pape)
[Seite 341] zusammengehend, der Begleiter, αἱμύλων μύθων, Pind. N. 8, 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va d'ordinaire avec ; qui accompagne, gén..
Étymologie: ὁμός, φοιτάω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόφοιτος: идущий рядом, сопровождающий, сопутствующий (τινος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφοιτος: -ον, ὁ πλησίον τινὸς πορευόμενος, τινος Πινδ. Ν. 8. 56, Νόνν. Δ. 5. 122, κτλ.
English (Slater)
ὁμόφοιτος, -ον fellow traveller πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος (N. 8.33)
Greek Monolingual
ὁμόφοιτος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύφοιτος].
Greek Monotonic
ὁμόφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που πορεύεται προς το μέρος κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὁμό-φοιτος, ον, φοιτάω
going by the side of another, c. gen., Pind.