Ὀλυμπίαζε: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(5)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ὀλυμπίαζε:''' επίρρ., προς την [[Ολυμπία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''Ὀλυμπίαζε:''' επίρρ., προς την [[Ολυμπία]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ὀλυμπίαζε:''' adv. в Олимпию Thuc.
}}
}}

Revision as of 00:56, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

adv.
à Olympie avec mouv.
Étymologie: Ὀλυμπίας, -δε.

Greek Monotonic

Ὀλυμπίαζε: επίρρ., προς την Ολυμπία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπίαζε: adv. в Олимпию Thuc.