ὀναίμην: Difference between revisions

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
(5)
(3b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀναίμην:''' ευκτ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὀνίνημι]]· [[ὄνασθαι]], απαρ.
|lsmtext='''ὀναίμην:''' ευκτ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὀνίνημι]]· [[ὄνασθαι]], απαρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀναίμην:''' opt. aor. 2 med. к [[ὀνίνημι]].
}}
}}

Latest revision as of 01:00, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. opt. ao.2 Moy. de ὀνίνημι.

Greek Monotonic

ὀναίμην: ευκτ. Μέσ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὄνασθαι, απαρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀναίμην: opt. aor. 2 med. к ὀνίνημι.