3,274,216
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρθόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι [[τρίχες]] των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀρθόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι [[τρίχες]] των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρθόθριξ:''' τρῐχος adj. со стоящими дыбом волосами или поднимающий волосы дыбом ([[φόβος]] Aesch.). | |||
}} | }} |