Anonymous

ὀρθόθριξ: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι [[τρίχες]] των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀρθόθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι [[τρίχες]] των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρθόθριξ:''' τρῐχος adj. со стоящими дыбом волосами или поднимающий волосы дыбом ([[φόβος]] Aesch.).
}}
}}