3,269,674
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκούριος:''' -ον και -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην ή προορίζεται για τη [[φροντίδα]] του σπιτιού· απ' όπου, <i>οἰκούρια</i> (ενν. <i>δῶρα</i>), <i>τά</i>, [[μισθός]], [[αμοιβή]] για την [[επίβλεψη]] του σπιτιού, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> περιορισμένος μέσα στο [[σπίτι]], <i>ἑταῖραι οἰκόριαι</i> (Δωρ. αντί <i>οἰκούριαι</i>), ερωμένες ή δούλες που παρέμεναν μέσα στο [[σπίτι]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''οἰκούριος:''' -ον και -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην ή προορίζεται για τη [[φροντίδα]] του σπιτιού· απ' όπου, <i>οἰκούρια</i> (ενν. <i>δῶρα</i>), <i>τά</i>, [[μισθός]], [[αμοιβή]] για την [[επίβλεψη]] του σπιτιού, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> περιορισμένος μέσα στο [[σπίτι]], <i>ἑταῖραι οἰκόριαι</i> (Δωρ. αντί <i>οἰκούριαι</i>), ερωμένες ή δούλες που παρέμεναν μέσα στο [[σπίτι]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκούριος:''' дор. [[οἰκόριος]] 2 досл. связанный с охраной дома (см. [[οἰκούρια]]); перен. домашний (ἑταῖραι Pind.). | |||
}} | }} |