3,259,507
edits
(28) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκούριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, δωρ. τ. [[οἰκόριος]], -ία, -ον (Α) [[οικουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιμέλεια]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ οἰκούρια</i><br />α) [[αμοιβή]] για την [[επιμέλεια]] του σπιτιού («τοιάδ' Ἡρακλής... οἰκούρι' ἀντέπεμψε τοῡ μακροῡ χρόνου», <b>Σοφ.</b>)<br />β.) παιχνίδια με τα οποία οι μητέρες παρακινούσαν τα νήπια να μένουν στο [[σπίτι]] και να διασκεδάζουν όταν αυτές απουσίαζαν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑταῑραι οἰκόριαι» — γυναίκες σύντροφοι. | |mltxt=[[οἰκούριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, δωρ. τ. [[οἰκόριος]], -ία, -ον (Α) [[οικουρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιμέλεια]] του σπιτιού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ οἰκούρια</i><br />α) [[αμοιβή]] για την [[επιμέλεια]] του σπιτιού («τοιάδ' Ἡρακλής... οἰκούρι' ἀντέπεμψε τοῡ μακροῡ χρόνου», <b>Σοφ.</b>)<br />β.) παιχνίδια με τα οποία οι μητέρες παρακινούσαν τα νήπια να μένουν στο [[σπίτι]] και να διασκεδάζουν όταν αυτές απουσίαζαν<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑταῑραι οἰκόριαι» — γυναίκες σύντροφοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰκούριος:''' -ον και -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει στην ή προορίζεται για τη [[φροντίδα]] του σπιτιού· απ' όπου, <i>οἰκούρια</i> (ενν. <i>δῶρα</i>), <i>τά</i>, [[μισθός]], [[αμοιβή]] για την [[επίβλεψη]] του σπιτιού, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> περιορισμένος μέσα στο [[σπίτι]], <i>ἑταῖραι οἰκόριαι</i> (Δωρ. αντί <i>οἰκούριαι</i>), ερωμένες ή δούλες που παρέμεναν μέσα στο [[σπίτι]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |