3,270,470
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πανδοκεύς:''' -έως, ὁ ([[πάνδοκος]]), αυτός που δέχεται όλους τους επισκέπτες, [[ξενοδόχος]], [[οικοδεσπότης]], σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., πάσης κακίας [[πανδοκεύς]], στον ίδ. | |lsmtext='''πανδοκεύς:''' -έως, ὁ ([[πάνδοκος]]), αυτός που δέχεται όλους τους επισκέπτες, [[ξενοδόχος]], [[οικοδεσπότης]], σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., πάσης κακίας [[πανδοκεύς]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πανδοκεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> содержатель постоялого двора, хозяин гостиницы Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> вместилище, приют (πάσης κακίας π. Plat.). | |||
}} | }} |