Anonymous

πανδοκεύς: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πανδοκεύς:''' -έως, ὁ ([[πάνδοκος]]), αυτός που δέχεται όλους τους επισκέπτες, [[ξενοδόχος]], [[οικοδεσπότης]], σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., πάσης κακίας [[πανδοκεύς]], στον ίδ.
|lsmtext='''πανδοκεύς:''' -έως, ὁ ([[πάνδοκος]]), αυτός που δέχεται όλους τους επισκέπτες, [[ξενοδόχος]], [[οικοδεσπότης]], σε Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., πάσης κακίας [[πανδοκεύς]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πανδοκεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> содержатель постоялого двора, хозяин гостиницы Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> вместилище, приют (πάσης κακίας π. Plat.).
}}
}}