3,277,241
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραγκάλισμα:''' -ατος, τό ([[ἀγκαλίζομαι]]), αυτό το οποίο μπορεί να κρατήσει [[κάποιος]] στα χέρια του, να αγκαλιάσει αγαπημένο [[πρόσωπο]], σε Σοφ. | |lsmtext='''παραγκάλισμα:''' -ατος, τό ([[ἀγκαλίζομαι]]), αυτό το οποίο μπορεί να κρατήσει [[κάποιος]] στα χέρια του, να αγκαλιάσει αγαπημένο [[πρόσωπο]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραγκάλισμα:''' ατος τό то, что держат в объятьях, т. е. предмет нежной любви (ψυχρὸν π. Soph. - о злой жене). | |||
}} | }} |