Πατρεύς: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(31)
 
(3b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[Πάτραι]]<br />ο [[μόνιμος]] [[κάτοικος]] ή ο καταγόμενος από την Πάτρα.
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[Πάτραι]]<br />ο [[μόνιμος]] [[κάτοικος]] ή ο καταγόμενος από την Πάτρα.
}}
{{elru
|elrutext='''Πατρεύς:''' έως adj. m (acc. pl. Πατρέας, поздн. Πατρεῖς) патрский, патрейский Thuc., Plut.
}}
}}

Revision as of 01:52, 1 January 2019

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ Πάτραι
ο μόνιμος κάτοικος ή ο καταγόμενος από την Πάτρα.

Russian (Dvoretsky)

Πατρεύς: έως adj. m (acc. pl. Πατρέας, поздн. Πατρεῖς) патрский, патрейский Thuc., Plut.